Στην Θεσσαλονίκη μια φημισμένη και με Ιστορία πόλη της Ελλάδας θα επισκεφτούμε και θα μιλήσουμε γι αυτήν σήμερα ταξιδεύοντας
Η Θεσσαλονίκη είναι η μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό πόλη της Μακεδονίας, καθώς είναι και πρωτεύουσά της, και δεύτερη μεγαλύτερη στην Ελλάδα. Ο μόνιμος πληθυσμός του κεντρικού δήμου της Θεσσαλονίκης ανέρχεται σε 317.778 κατοίκους, και ο μόνιμος πληθυσμός της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης ανέρχεται σε 1.092.919 κατοίκους. Αποτελεί την πρωτεύουσα του Νομού Θεσσαλονίκης, την έδρα του Δήμου Θεσσαλονίκης και της μητροπολιτικής περιοχής της Θεσσαλονίκης, του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης καθώς και την έδρα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας–Θράκης. Πολιούχος της πόλης είναι ο μεγαλομάρτυρας Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης. Είναι γνωστή επίσης ως Νύμφη του Θερμαϊκού αλλά και Συμπρωτεύουσα.
Ιδρύθηκε το 316 π.Χ. από τον Μακεδόνα στρατηγό Κάσσανδρο, που προερχόταν από τη Δυναστεία των Αντιπατριδών και ήταν ένας από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μια από τις πρωταγωνιστικές φυσιογνωμίες στους πολέμους των Διαδόχων, ο οποίος της έδωσε το όνομα της συζύγου του και ετεροθαλούς αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκης και προήλθε από τη συνένωση 26 πολιχνών που βρίσκονταν γύρω από τον Θερμαϊκό κόλπο. Ο Κάσσανδρος υπήρξε διοικητής της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλέξανδρου στην Ανατολή. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της περιοχής μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Μακεδονίας το 306 π.Χ. Μετά την ίδρυση της πόλης, την οχυρώνει με τείχη τα οποία αποτρέπουν εχθρούς από το να την κυριεύσουν, οι δε πρόσθετες βελτιώσεις των τειχών ανά τους αιώνες καθορίζουν την φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης μέχρι και σήμερα.[1]
Τον 2ο π.Χ. αιώνα η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και αποτέλεσε έδρα της ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας. Η Θεσσαλονίκη εικάζεται πως ιδρύθηκε στη θέση της αρχαίας Θέρμης, που υπάρχει μέχρι και σήμερα, η οποία αποτελούσε τον σημαντικότερο οικισμό της περιοχής. Από τη Θέρμη πήρε το όνομα του ο Θερμαϊκός Κόλπος. Η ακριβής θέση του οικισμού δεν είναι γνωστή και δεν πρέπει να γίνεται σύνδεση με την περιοχή που σήμερα έχει την ίδια ονομασία. Η αρχαία Θέρμη βρισκόταν κοντά στη θάλασσα μιας και αποτελούσε σημαντικό λιμάνι εκείνης της εποχής και το πιθανότερο είναι να βρισκόταν στη θέση που βρίσκεται το σημερινό Καραμπουρνάκι.
Εξαιτίας της σημαντικής στρατηγικής της θέσης η πόλη αποτελούσε αυτοκρατορική πρωτεύουσα στα χρόνια της βασιλείας του Γαλέριου, ο οποίος έχτισε στη Θεσσαλονίκη ένα αυτοκρατορικό παλάτι. Με την ολοκλήρωση της Εγνατίας Οδού (120 π.Χ.), η Θεσσαλονίκη που ήταν η πολυπληθέστερη πόλη του δικτύου με διεθνή ακτινοβολία, έγινε ο σημαντικότερος κόμβος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Μετά τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν μία από τις υποψήφιες πρωτεύουσες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, για να επιλεγεί τελικά το Βυζάντιο. Απέκτησε τον τίτλο της «συμβασιλεύουσας» πόλης κατά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και αποτέλεσε σημαντικό διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο, ενώ ταυτόχρονα έγινε κόμβος πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης με άνθηση της παιδείας, της τέχνης, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, της αρχιτεκτονικής και των επιστημών, με αποκορύφωμα την περίοδο του 14ου αιώνα, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως ο βυζαντινός «χρυσός αιώνας της Θεσσαλονίκης».[2][3]
Μετά την άλωση της από τους Οθωμανούς το 1432 παρέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για περίπου πέντε αιώνες. Μετά την εκδίωξη των Εβραίων κυρίως από την Ιβηρική Χερσόνησο το 1492 με την έκδοση του διατάγματος της Αλάμπρα, αλλά και από τη Βόρεια Ευρώπη, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε τον προορισμό τους, αποκτώντας έτσι τη δική της εβραϊκή κοινότητα.[4] Η εγκατάσταση των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη ανέδειξε την πόλη ως τη σημαντική εβραϊκή μητρόπολη μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του 20ού αιώνα. Ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα η πόλη υπήρξε το πλέον κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό αστικοποιημένο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο σημαντικότερος πόλος πολιτικών κινήσεων και κινημάτων που συνάντησε στη μακρόχρονη ιστορία της.
Μετά την ένταξή της στον κορμό του Ελληνικού Κράτους το 1912, ο πληθυσμός της πόλης παρουσίασε σημαντικές μεταβολές, όπως με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εγκατάσταση των Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων και ακολούθως – κατά την Ανταλλαγή Πληθυσμών – με την αποχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού και την εγκατάσταση προσφυγικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Αυτός είναι και ο λόγος που η Θεσσαλονίκη συχνά αναφέρεται ως “προσφυγομάνα”. Οι πληθυσμιακές μεταβολές συνέτειναν στην αλλαγή της πληθυσμιακής κατάστασης της πόλης, με ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου. Η πολεοδομική και αρχιτεκτονική της αναδιοργάνωση επιταχύνθηκε από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και τις προσπάθειες της νέας ελληνικής διοίκησης να προσθέσει αρχαιοελληνικά και ευρωπαϊκά στοιχεία στο αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης, γεγονός που οδήγησε στην καταστροφή αρκετών οθωμανικών λατρευτικών και λειτουργικών κτηρίων. Με τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 καταστράφηκε μεγάλο μέρος του ναού του Αγίου Δημητρίου, ενώ η φωτιά άφησε το καταστροφικό της αποτύπωμα σε πολλές κατοικίες και επιχειρηματικές δραστηριότητες της πόλης.
Από την ίδρυση της από τον Κάσσανδρο, η Θεσσαλονίκη ως μια ακμάζουσα ελληνιστική πόλη, μέχρι την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, αξιοποιεί τη στρατηγική της θέση και αναπτύσσεται σε μια πολυπολιτισμική πόλη. Από το 1912, με τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων και την ενσωμάτωση της περιοχής στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος, η Θεσσαλονίκη αποτελεί τη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Ελλάδας.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2021 από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.,[5] ο μόνιμος πληθυσμός του Δήμου Θεσσαλονίκης ανέρχεται σε 319.045 κατοίκους. Ο μόνιμος πληθυσμός του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης ανέρχεται σε 802.392 κατοίκους και της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης ανέρχεται σε 1.092.919 κατοίκους.
Ετυμολογία και μορφές του ονόματος
Λίθινη στήλη από βασιλικό διάταγμα του Φιλίππου Ε΄ στο Σεραπείον της Θεσσαλονίκης. Περιείχε αυστηρές εντολές σχετικά με την προστασία της ακίνητης περιουσίας που ανήκει από το ιερό του Σάραπη (15 Δαισίου του 187 π.Χ.). Επιγραφή: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΝ.
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Ο Μέγας Αλέξανδρος, Παραλία Θεσσαλονίκης.
Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε από τον Κάσσανδρο και έλαβε το όνομά της προς τιμήν της συζύγου του, Θεσσαλονίκης, η οποία ήταν ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κόρη του Φιλίππου Β΄ και της πέμπτης συζύγου του, της Θεσσαλής πριγκίπισσας Νικησίπολης. Το όνομά της προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων Θεσσαλῶν και Νίκη, σε ανάμνηση της νίκης των Μακεδόνων και του Κοινού των Θεσσαλών έναντι του τυραννικού καθεστώτος των Φερών και των συμμάχων τους Φωκέων, στο πλαίσιο του Τρίτου Ιερού Πολέμου.[6]
Το όνομα απαντάται σε διάφορες μορφές αλλά με ελαφρώς παραλλαγμένη ορθογραφία και φωνητικές διακυμάνσεις. Θεσσαλονίκεια είναι η επιθετική μορφή, που βρίσκουμε στο έργο του Στράβωνα[7] και χρησιμοποιείται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ως ονομασία της πόλης, σχηματιζόμενη από το όνομα φυσικού προσώπου, όπως αντίστοιχα γινόταν για τη Σελεύκεια από τον Σέλευκο, την Κασσάνδρεια από τον Κάσσανδρο, την Αλεξάνδρεια από τον Μέγα Αλέξανδρο κ.ά. Η επικρατούσα όμως μορφή του ονόματος είναι η Θεσσαλονίκη. Από την ελληνιστική εποχή υπάρχουν και αναφορές με το όνομα Θετταλονίκη, κυρίως από τον ιστορικό Πολύβιο,[8][9] ενώ κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, όπως φανερώνουν επιγραφές και νομίσματα, εμφανίστηκαν οι μορφές Θεσσαλονείκη και Θεσσαλονικέων [πόλις].[10][11]
Ο τύπος Σαλονίκη (η), απαντάται στο Χρονικόν του Μορέως (14ος αι., στ. 1010, 1075, 3603 κλπ.) και είναι συνηθισμένος σε δημοτικά τραγούδια. Φαίνεται ότι είναι παλαιότερος καθώς ο Άραβας γεωγράφος Idris το 1150 αναφέρει την πόλη ως Salunik (απ’ όπου και το τουρκικό Selanik). Κατά μια άποψη το Σαλονίκη προήλθε από την πολυχρόνια χρήση της έκφρασης στη Θεσσαλονίκη > στ’Θ’σαλουνίκ’ > στ’Τ’σαλουνίκ’ > στ(η) Σαλουνίκ. Από το Σαλονίκ(η) προήλθε η ονομασία της πόλης και σε άλλες γλώσσες της περιοχής κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.[12] Οι τουρκόφωνοι και οι Οθωμανοί αποκαλούσαν την πόλη Σελανίκ (οθωμανική γλώσσα: سلاني, τουρκ.: Selânik), όπως και οι Ιουδαίοι που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μετά την οθωμανική κατάκτηση και μιλούσαν την ισπανο-εβραϊκή λαντίνο, οι Βαλκανικοί σλαβικοί πληθυσμοί Σολούν (κυρ.: Солун) και οι βλαχόφωνοι Σαρούνα (βλαχ.: Sãrunã).
Ιστορία
Ίδρυση και εξέλιξη στον ελληνιστικό κόσμο
Βασίλειο του Κασσάνδρου
Άλλοι επίγονοι
Βασίλειο του Σέλευκου
Βασίλειο του Λυσίμαχου
Βασίλειο του Πτολεμαίου
Ήπειρος
Άλλα κράτη
Καρχηδών
Αρχαία Ρώμη
Ελληνικές αποικίες
Ο Κρατήρας του Δερβενίου, Ελληνιστική περίοδος, 330 – 320 π.Χ., που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Βρέθηκε στον αρχαιολογικό χώρο Δερβενίου, που ταυτίζεται με την αρχαία Λητή.
Στην περιοχή της σημερινής πόλης και ειδικότερα στην Τούμπα, τη Διεθνή Έκθεση, το Μικρό Έμβολο, την Πολίχνη, τη Νέα Ευκαρπία, τη Σταυρούπολη και την Πυλαία υπήρχαν προϊστορικοί και μεταγενέστεροι οικισμοί και πολίσματα. Έως τον 6ο αιώνα π.Χ. η περιοχή κατοικούνταν από φύλα όπως οι Φρύγες, οι Παίονες, οι Μύγδονες κ.ά. Σύμφωνα με τον Εκαταίο τον Μιλήσιο, στην εποχή του υπερίσχυαν οι Θράκες και οι Έλληνες. Το διάστημα 510 π.Χ.-480 π.Χ. η περιοχή είχε υποταγεί στους Πέρσες. Οι Μακεδόνες πρέπει να μετακινήθηκαν στην περιοχή του Θερμαϊκού κόλπου τον 6ο αιώνα π.Χ.
Σημαντικό πόλισμα ήταν η Θέρμη, η οποία τοποθετείται από τους περισσότερους αρχαιολόγους στο Μικρό Έμβολο. Διέθετε το πιο μεγάλο και πιο ασφαλές λιμάνι στην περιοχή, αλλιώς δε θα το επέλεγε ο Ξέρξης Α΄ της Περσίας για να αγκυροβολήσει εκεί και να ξεκουράσει τον στόλο του. Η Θέρμη καταλήφθηκε το 431 π.Χ. από τους Αθηναίους, οι οποίοι δύο χρόνια αργότερα την παρέδωσαν στον βασιλιά των Μακεδόνων Περδίκκα Β΄. Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., πάλι οι Αθηναίοι μεσολάβησαν προκειμένου να περιέλθει η Θέρμη στην κυριαρχία των νόμιμων διαδόχων του θρόνου της Μακεδονίας και όχι στον σφετεριστή Παυσανία.[13]
Σχετικά με την ίδρυση της Θεσσαλονίκης υφίστανται δύο κύριες μαρτυρίες. Η πρώτη ανήκει στον αρχαίο ιστορικό Στράβωνα και είναι η επικρατέστερη μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών[14][15] με αποκλίσεις ως προς το έτος ίδρυσης.[16]
Σύμφωνα με τον Στράβωνα, το 316 π.Χ. ή 315 π.Χ. ο Κάσσανδρος, στρατηγός της Μακεδονίας και επιμελητής του Αλέξανδρου Δ΄, ανήλικου γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ίδρυσε τη Θεσσαλονίκη. Ήταν μάλιστα η Θεσσαλονίκη η μία από τις δύο πόλεις που ίδρυσε ο Κάσσανδρος στη διάρκεια της διακυβέρνησής του. Η άλλη ήταν οι Πλαταιές Βοιωτίας.
Η δεύτερη μαρτυρία είναι του Στεφάνου του Βυζαντίου, ο οποίος θεωρεί ως ιδρυτή της πόλης τον Φίλιππο Β΄.[17]
Η επικρατούσα άποψη της ίδρυσης της Θεσσαλονίκης από τον σφετεριστή του θρόνου του βασιλείου της Μακεδονίας Κάσσανδρο, σχετίζει την επιλογή του με την αντίληψη για τη στρατηγική θέση αυτής της ενδότατης κοιλότητας της μακεδονικής ακτογραμμής, η οποία εύκολα θα μπορούσε να συνδέσει την ενδοχώρα με τη θάλασσα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ακμάζουσα εμπορική κίνηση, ενώ συνάμα παρείχε και ασφάλεια από επιδρομές.
Επιπλέον, ο Κάσσανδρος υπολόγιζε τον οπλισμό της Θεσσαλονίκης ως μια δεύτερη πράξη που θα νομιμοποιούσε τις διεκδικήσεις του επί του μακεδονικού θρόνου έπειτα και από τον γάμο του με γόνο της βασιλικής δυναστείας. Στην ελληνιστική Θεσσαλονίκη από όσο γνωρίζουμε υπήρχαν οι φυλές: Αντιγονίς, Διονυσιάς και Ασκληπιάς και οι δήμοι Βουκεφάλεια και Κεκροπίς.[18]
Με βασικό άξονα την αρχαία πόλη της Θέρμης, ο Κάσσανδρος ανάγκασε σε μετοίκηση τους πληθυσμούς 26 τοπικών παράκτιων πολισμάτων και χωριών της ευρύτερης περιοχής και της δυτικής Χαλκιδικής δημιουργώντας τη νέα πολιτεία, που ονοματοθέτησε προς τιμή της συζύγου του, Θεσσαλονίκης. Λόγω της θέσης της, που συνέδεε τη Μακεδονία με το Αιγαίο Πέλαγος, η Θεσσαλονίκη σε πολύ σύντομο διάστημα έγινε η σημαντικότερη πόλη σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Η εμπορική σημασία της πόλης προσέλκυσε από νωρίς (3ος αιώνας π.Χ.) διάφορους εποίκους (Αιγύπτιους, Σύρους, Ιουδαίους) αυξάνοντας τον πληθυσμό και το τοπογραφικό της μέγεθος, ενώ διατηρούσε εμπορικές επαφές με όλα τα λιμάνια της Ανατολής. Από τα ιστορικά δεδομένα φαίνεται πως η πόλη διέθετε μόνιμη φρουρά Γαλατών μισθοφόρων.
Πολύ λίγα είναι γνωστά για την ελληνιστική ιστορία της πόλης. Στα πρώτα χρόνια ζωής της Θεσσαλονίκης άρχισε και ο ανταγωνισμός με την επίσης μακεδονική αποικία της Δημητριάδος στον Παγασητικό κόλπο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ξεπέρασε σε δόξα και αίγλη την πρωτεύουσα Πέλλα, μιας και ήταν η βάση του μακεδονικού στόλου. Οι αρχαίοι Μακεδόνες πίστευαν πως την πόλη προστάτευαν οι θεοί του Ολύμπου. Στη σύγχρονη πλατεία Διοικητηρίου έχει αποκαλυφθεί τμήμα λαμπρού οικοδομήματος, το οποίο ίσως να ήταν βασιλική κατοικία των Μακεδόνων βασιλέων.[18]
Το 287 π.Χ. όταν οι βασιλείς Πύρρος της Ηπείρου και Λυσίμαχος νίκησαν τον βασιλιά της Μακεδονίας Δημήτριο τον Πολιορκητή, φαίνεται πως η Θεσσαλονίκη περιήλθε προσωρινά στην κατοχή του πρώτου και αργότερα του δευτέρου. Κατά πάσα πιθανότητα η Θεσσαλονίκη περιτειχίστηκε ταυτόχρονα με την ίδρυσή της. Πάντως τα τείχη έσωσαν την πόλη το 279 π.Χ., όταν οι Κέλτες επιχείρησαν να την κατακτήσουν και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν στους Δελφούς και την Αιτωλία. Μετά από μια σειρά αναταραχών η μακεδονική πόλη περιήλθε στους Αντιγονίδες (277 π.Χ.). Το 273 π.Χ. στην πόλη κατέφυγε ο ηττημένος από τον Πύρρο Αντίγονος Γονατάς σε μία προσπάθεια ανασύνταξης του στρατού του, για να κτυπήσει τον εισβολέα Πύρρο. Εκεί μάλιστα ναυπήγησε στο λιμάνι της ισχυρό στόλο, κατανικώντας τον πτολεμαϊκό. Αυτό ωφέλησε τη νύμφη του Θερμαϊκού. Από τα χρόνια της βασιλείας του Αντιγόνου Β’ άρχισε η περίοδος πυκνής κατοίκησης της Θεσσαλονίκης. Σε ένα διάταγμα της Ιστιαίας (270 π.Χ.-200 π.Χ.) αναφέρονται στη λίστα των προξένων της δύο Θεσσαλονικείς, ενώ σε ένα άλλο του 224 π.Χ./223 π.Χ. αναφέρεται ένας επώνυμος ιερέας της Θεσσαλονίκης[19]. Παράλληλα ανάμεσα στα έτη 239 π.Χ. με 221 π.Χ. αναφέρονται οι επισκέψεις των δύο Αντιγονιδών βασιλέων στην πόλη, του Δημητρίου Β΄ και του Αντιγόνου Γ΄.
Το 197 π.Χ. κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη ο Φίλιππος Ε΄ μετά την ήττα του στη μάχη των Κυνός Κεφαλών από τους Ρωμαίους. Το 187 π.Χ. η πόλη έκοψε τα πρώτα νομίσματά της με την επιγραφή ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και εικονίζονταν ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Πήγασος, η αίγα και ο τράγος. Επίσης στις 15 Δαισίου του αυτού έτους ο Φίλιππος Ε΄ εξέδωσε βασιλικό διάταγμα σε μαρμάρινη στήλη, που απευθυνόταν στον έμπιστο αντιπρόσωπό του Ανδρόνικο, για τη διαχείριση του Σεραπείου. Το 185 π.Χ. ο Αντιγονίδης βασιλιάς συνόδευσε στη Θεσσαλονίκη τη ρωμαϊκή πρεσβεία μέσω της Κοιλάδας των Τεμπών. Εκεί έγινε σύσκεψη μεταξύ Μακεδόνων και Ρωμαίων για την τύχη των υπό μακεδονική κυριαρχία Θρακών. Μετά το πέρας της θρακικής εκστρατείας (184 π.Χ.-183 π.Χ.) αποκαλύφθηκε συνωμοσία εις βάρος του Φιλίππου από τον φιλορωμαίο γιο του, Δημήτριο, για την ανατροπή του.
Για να ανατρέψει τις φιλορωμαϊκές εστίες της Μακεδονίας που εστιάζονταν στις παραλιακές πόλεις, ο Φίλιππος μετέφερε αποίκους από το εσωτερικό της χώρας προς τα παράλια και αντίστροφα. Αυτά τα σκληρά μέτρα δυσαρέστησαν τη Θεσσαλονίκη, αν και με το μέτρο αυτό προήχθη η οικονομία και η στρατιωτική της φύλαξη. Εν τέλει κατέστρωσε στη Θεσσαλονίκη το σχέδιο εξοντώσεώς του. Αυτό έγινε, αφού διαχείμασε στην πόλη τον χειμώνα του 181 π.Χ./180 π.Χ. Κατά την άνοιξη του 179 π.Χ. ο Φίλιππος πραγματοποίησε περιοδεία από τη Δημητριάδα στη Θεσσαλονίκη, επιδεικνύοντας στους άρχοντες τον διάδοχο που προόριζε: τον Αντίγονο, ανιψιό του Αντιγόνου Δώσωνος.
Αξίζει να αναφερθεί κατά την περίοδο αυτή και ένα τέκνο της ελληνιστικής Θεσσαλονίκης, ο Ίων. Αυτός διετέλεσε αρχηγός μαζί με τον Αρτέμωνα από τη Δολοπία, ενός σώματος 400 ακοντιστών και ισάριθμων σφενδονητών κατά τη μάχη του Καλλίνικου (Μάιος του 171 π.Χ.), που έληξε με νίκη των Μακεδόνων. Επίσης, ήταν και ο προστάτης των γιων του Περσέα, τους οποίους αργότερα, μετά τη μάχη της Πύδνας, παρέδωσε στους Ρωμαίους. Κατά τη διάρκεια των Ρωμαιο-Μακεδονικών πολέμων, τον Ιούνιο του 169 π.Χ., η πόλη μαζί με την Αίνεια, την Κασσάνδρεια και την Αντιγόνεια, απέκρουσαν ηρωικά τις επιθέσεις του ρωμαϊκού στόλου του Γάιου Μάρκου Φίγλου, στον οποίο συνέδραμαν ο Ευμένης Β΄ της Περγάμου και ο Προυσίας Β΄ της Βιθυνίας. Στη συνέχεια 500 Γαλάτες της Θεσσαλονίκης, ενίσχυσαν την άμυνα της Κασσάνδρειας, που απέκρουσε εκ νέου μια από θαλάσσης επίθεση των Ρωμαίων. Σε διοικητικό επίπεδο η πόλη απολάμβανε ελεγχόμενη αυτονομία, την οποία διαχειριζόταν η Εκκλησία του Δήμου και η Βουλή, τελώντας συνάμα υπό την επικυριαρχία του βασιλιά, ο οποίος ασκούσε την πολιτική εξουσία του μέσω κρατικών υπαλλήλων – εντολοδόχων, των Βασιλικών, ενώ διόριζε και τον στρατιωτικό διοικητή, τον Επιστάτη, ο οποίος είχε ως υπόβαθμους τον Υπεπιστάτη και τους Αρμοστές[20][21].
Ρωμαϊκή κυριαρχία
Λεπτομέρεια από την Αψίδα του Γαλερίου.
Η Αψίδα του Γαλερίου, γνωστή ως Καμάρα, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Η Ροτόντα της Θεσσαλονίκης: αρχικά μαυσωλείο του Γαλερίου, μετατράπηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους σε χριστιανικό Ναό των Ασωμάτων και μετά το 1912 αφιερώθηκε στον Άγιο Γεώργιο.
Άποψη του ρωμαϊκού Ωδείου στη Ρωμαϊκή Αγορά της Θεσσαλονίκης.
Ρωμαϊκή Αγορά της Θεσσαλονίκης.
Η Ροτόντα της Θεσσαλονίκης.
Η κατάλυση του βασιλείου των Αντιγονιδών από τα ρωμαϊκά στρατεύματα του ύπατου Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου το 168 π.Χ. έφερε τη Θεσσαλονίκη στα όρια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (Res publica). Δύο ημέρες μετά την ήττα του Περσέα στη Μάχη της Πύδνας, η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στους Ρωμαίους (24 Ιουνίου 168 π.Χ.). Ο Περσέας κατέφυγε προσωρινά στην πόλη, όπου διέταξε τον φρούραρχό της, Ευμένη, να συγκεντρώσει στο λιμάνι τον μακεδονικό στόλο και να τον πυρπολήσει.
Έως το 148 π.Χ., η Θεσσαλονίκη ήταν πρωτεύουσα μίας από τις τέσσερις διοικητικές περιφέρειες, στις οποίες είχαν χωρίσει οι Ρωμαίοι το ελληνιστικό βασίλειο, με έκταση από τον Στρυμόνα ως τον Αξιό (Macedonia Secunda). Έπειτα όμως από την καταστολή της επανάστασης του Ανδρίσκου, τον οποίο φαίνεται να μην υποστήριξαν οι Θεσσαλονικείς[22], πραγματοποιήθηκε διοικητική αναδιάρθρωση και η Μακεδονία, με όρια εκτενέστερα του βασιλείου των Αντιγονιδών, ανακηρύχθηκε ρωμαϊκή επαρχία (Provincia Macedonia),[23] διοικούμενη από ανθύπατο με πρωτεύουσα και έδρα του πραίτορα τη Θεσσαλονίκη.
Η κατασκευή της Εγνατίας οδού από τους Ρωμαίους μεταξύ 146 π.Χ.–120 π.Χ., του βασικού στρατιωτικού και εμπορικού διαύλου της ανατολικής διοίκησης, η οποία ένωνε την Αδριατική Θάλασσα με τον Ελλήσποντο και τη Μικρά Ασία, προώθησε την αξιολογική σημασία της πόλης και εμπέδωσε την πρωταγωνιστική της παρέμφαση μέσα στο μεγεθούμενο κράτος.[24][25][26]
Έτσι μέχρι το δεύτερο μισό του 2ου π.Χ. αιώνα η Θεσσαλονίκη είχε αναδειχτεί σε κυρίαρχο σταυροδρόμι και βάση της εμπορικής και στρατιωτικής δραστηριότητας. Μάλιστα τα επόμενα χρόνια η σταδιακή επέκταση του ρωμαϊκού κράτους προς ανατολή και προς βορρά είχε ως συνέπεια την απομάκρυνση του κινδύνου των βαρβαρικών επιδρομών. Οι κίνδυνοι επανεμφανίστηκαν τόσο στα ανατολικά όσο και στα βόρεια σύνορα πολύ αργότερα, όταν οι Γότθοι πολιόρκησαν την πόλη το 254 και το 268 μ.Χ.
Στην εμφύλια διαμάχη των δημοκρατικών και των αυτοκρατορικών, που ακολούθησε τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα (44 π.Χ.), οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης τάχθηκαν στο πλευρό των δεύτερων. Η ολοκληρωτική νίκη των αυτοκρατορικών Αντωνίου και Οκταβιανού έναντι των Βρούτου και Κάσσιου το 42 π.Χ. στους Φιλίππους[27] οδήγησε στην απόδοση περισσοτέρων προνομίων στην πόλη και την ουσιαστική αυτοδιοίκηση με την ανακήρυξή της σε «ελεύθερη πόλη» – Civitas Libera.[28][29][30]
Η Χρυσή Πύλη της Θεσσαλονίκης.
Οι τοπικοί άρχοντες της πόλης ήταν οι πολιτάρχες. Στην εσωτερική πλευρά της Χρυσής Πύλης (στη σημερινή Πλατεία Δημοκρατίας) υπήρχε επιγραφή με τα ονόματα των 6 πολιταρχών της Θεσσαλονίκης.[31] Η επιγραφή επιβεβαιώνει και την περιγραφή του ταξιδιού του Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη στις Πράξεις των Αποστόλων[32] της Καινής Διαθήκης περί το 50 μ.Χ. όπου αναφέρονται οι πολιτάρχες, σπάνιος όρος που δεν συναντάται στην αρχαιότητα εκτός των μακεδονικών πόλεων της ρωμαϊκής περιόδου.[33] Η συγκεκριμένη επιγραφή είναι η παλαιότερη αναφορά του συγκεκριμένου θεσμού επιβεβαιώνοντας έτσι την ύπαρξή του. Έκτοτε ανακαλύφθηκαν και άλλες επιγραφές με τέτοια αναφορά στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, ωστόσο η συγκεκριμένη ήταν η πρώτη που ανακαλύφθηκε και έγινε η πιο γνωστή. Η επιγραφή της Χρυσής Πύλης αποσπάστηκε αρχικά από τον περιηγητή Πήτερ Κρόσμπι (Peter Crosby) και παραδόθηκε στον Βρετανό πρόξενο Τζον Ε. Μπλαντ (John E. Blunt) το 1874 μετά την κατεδάφιση της πύλης και μετά από φθορές και μετακινήσεις κατέληξε στο Βρετανικό Μουσείο όπου βρίσκεται έως σήμερα.[34]
Επί Ρωμαιοκρατίας λατρεύονταν πολλές θεότητες στην πόλη. Εκτός από το Δωδεκάθεο, τιμές και λατρεία αποδιδόταν στον Διόνυσο, στους Καβείρους και στις αιγυπτιακές θεότητες Σέραπις, Ίσιδα και Αρποκράτη.
Κατά τον τελευταίο προχριστιανικό αιώνα, όλο και περισσότεροι Ιουδαίοι μετοικούσαν στη Θεσσαλονίκη, δημιουργώντας μια μεγάλη ιουδαϊκή παροικία, τοποθετημένη κοντά στο λιμάνι. Στη συναγωγή αυτής της κοινότητας κήρυξε τη χριστιανική πίστη ο Απόστολος Παύλος το 50 μ.Χ. Οι δύο επιστολές του προς τη μερίδα των εκχριστιανισθέντων μελών της, αλλά και πρώην εθνικών κατοίκων της πόλης, αποτελούν τα αρχαιότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης.[35][36] Ωστόσο δεν υπάρχει ιστορική απόδειξη, ότι ο Απόστολος Παύλος κήρυξε σε ιουδαϊκή συναγωγή και η μοναδική αναφορά στις επιστολές του έχουν να κάνουν περισσότερο με την έννοια της “συναγωγής” ως συνάθροιση.[37]
Η χριστιανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης ευδοκίμησε και έγινε υπόδειγμα για όλες τις άλλες ελλαδικές κοινότητες, όπως φαίνεται και από την Α’ επιστολή του Αποστόλου Παύλου, όπου εγκωμιάζει την τοπική εκκλησία.
Η Θεσσαλονίκη, όπως και ολόκληρη η Μακεδονία, ακολούθησε τη μακρά περίοδο ευημερίας που διασφάλιζε η Pax Romana, η περιώνυμη ρωμαϊκή ειρήνη που επικρατούσε στην αυτοκρατορία μέχρι και το τέλος περίπου της δυναστείας των Αντωνίνων.[38] Το μέγεθος της αξίας της διαφαίνεται από τους τιμητικούς τίτλους που της αποδόθηκαν από σειρά αυτοκρατόρων.[39] Κατά την αυτοκρατορική κυρίως περίοδο είχε χορηγηθεί σε πολλούς Θεσσαλονικείς το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη (civitas Romana).[40]
Το καθεστώς της ανεξιθρησκίας έληξε όταν εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη ο καίσαρας Γαλέριος. Τότε ξεκίνησε σκληρός διωγμός των χριστιανών. Μεταξύ άλλων, στην πόλη μαρτύρησε το 305 ο Άγιος Δημήτριος.[41] Όμως, πέρα από τους θρησκευτικούς διωγμούς, η Θεσσαλονίκη επωφελήθηκε πολύ όταν ανακηρύχθηκε έδρα του Γαλερίου, καθώς κοσμήθηκε με πολλά δημόσια κτίρια και αναβαθμίστηκε πολιτικά[42]. Η ακμή της συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄ κατασκεύασε λιμάνι μπροστά από τα τείχη, το οποίο χρησιμοποιήθηκε έως την εποχή της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Στο στάδιο της παρακμής του παραδοσιακού ρωμαϊκού εθνικού-παγανιστικού κράτους και της μετατόπισης του κέντρου βάρους του στην ανατολή προκειμένου σε λιγότερο από έναν αιώνα να μετασχηματιστεί στη νέα κρατική οντότητα, που αργότερα αποκλήθηκε βυζαντινή, και πάλι η Θεσσαλονίκη διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο. Αρχικά ως πρωτεύουσα του Γαλερίου και έπειτα ως υποψήφια νέα πρωτεύουσα του κράτους[43] αποτύπωσε τη δυναμική, που θα εμφάνιζε στη διάρκεια της χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ανατολής.
Η Βυζαντινή Συμβασιλεύουσα πόλις
Ο Άγιος Δημήτριος ανάμεσα στον επίσκοπο και τον έπαρχο της πόλης, ως ανακαινιστές του ναού. Ψηφιδωτό του 5ου αι. στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης.
Ο Καθεδρικός Ναός της του Θεού Σοφίας.
Η εκδίωξη του Θεοδοσίου από τον Άγιο Αμβρόσιο έπειτα από τη σφαγή της Θεσσαλονίκης όπως παριστάνεται σε έργο του Άντονι βαν Ντάικ.
Ο Ιερός Ναός του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της Θεσσαλονίκης.
Η πόλη συνδέθηκε εξ αρχής με την ιστορική προσωπικότητα, που θα μετάλλασσε την παγανιστική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο μακροβιότερο χριστιανικό βασίλειο, τον θεμελιωτή του Βυζαντινού κράτους, Κωνσταντίνο. Το 324 ο Κωνσταντίνος, στο πλαίσιο της διαμάχης του με τον Λικίνιο, χρησιμοποίησε τη Θεσσαλονίκη ως στρατιωτικό ορμητήριο κατασκευάζοντας νέο λιμάνι, τον περιώνυμο «σκαπτό λιμένα», προκειμένου να συγκεντρώσει σ’ αυτό στόλο από 200 «τριακόντορες» γαλέρες και 2000 εμπορικά πλοία, τα οποία θα μετέφεραν τον στρατό του, δύναμης 120.000 ανδρών.[44]
Μετά την οριστική επικράτηση του Κωνσταντίνου έναντι του Λικίνιου στη μάχη της Χρυσούπολης, ο δεύτερος με παρέμβαση της αδερφής του και συζύγου του Μέγα Κωνσταντίνου εστάλη εξόριστος στο φρούριο της Ακρόπολης της Θεσσαλονίκης. Εκεί κατά τον ιστορικό Ζώσιμο δολοφονήθηκε με εντολή του Κωνσταντίνου.[45][46]
Η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας ανατολικά, στην παλαιά αποικία των Μεγαρέων, το Βυζάντιο, την από εδώ και στο εξής Κωνσταντινούπολη ή Νέα Ρώμη, θα συντελέσει στην περαιτέρω ανάδειξη της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, η αντίληψη της γεωστρατηγικής της σημασίας και τα έργα που κατασκευάζονται στην πόλη, με πρόνοια των αυτοκρατόρων Ιουλιανού και Μεγάλου Θεοδόσιου, την καθιστούν «ὀφθαλμὸ τῆς Εὐρώπης καὶ κατ’ἐξοχὴν τῆς Ἑλλάδος». Γίνεται «Συμβασιλεύουσα», ονομάζεται «Μεγαλούπολις» και κατέχει τη θέση της επόμενης μετά την Κωνσταντινούπολη πόλης της αυτοκρατορίας (Θεσσαλονίκην μετὰ τὴν μεγάλην παρὰ Ρωμαίων πρώτην πόλιν).[47]
Ο Μέγας Θεοδόσιος, ως αύγουστος της Ανατολής αρχικά, χρησιμοποίησε ως έδρα του τη Θεσσαλονίκη. Αφού απέκρουσε τους Γότθους το 378 ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, με προτροπή του επισκόπου Θεσσαλονίκης Ασχολίου,[48] και προχώρησε στη συστηματική οχύρωση της πόλης, εργασία που ανέθεσε στον Πέρση Ορμίσδα.[49] Από τη Θεσσαλονίκη εξέδωσε και το αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο όριζε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, ο Θεοδόσιος δεν ήταν δημοφιλής στους Θεσσαλονικείς, εξαιτίας της σταδιακής διείσδυσης των Γότθων στον βυζαντινό στρατό και ιδιαίτερα στην αυτοκρατορική φρουρά. Έτσι, όταν το 390 ο διοικητής της γοτθικής φρουράς Βουτέριχος συνέλαβε κάποιον δημοφιλή αρματοδρόμο, προκλήθηκαν ταραχές, κατά τη διάρκεια των οποίων έχασε τη ζωή του. Ως αντίποινα, ο Θεοδόσιος διέταξε την παγίδευση και τη σφαγή 7.000 Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο[50]. Έκτοτε, ο Ιππόδρομος δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε.
Τον Θεοδόσιο μιμήθηκαν και άλλοι αυτοκράτορες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να πολεμήσουν τους εισβολείς ή τους βαρβάρους επιδρομείς. Οι δοκιμασίες της Θεσσαλονίκης από τις επιδρομές των γοτθικών φύλων συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος του 5ου αιώνα, οπότε η πόλη κατάφερε να εξασφαλίσει μικρό διάστημα ειρήνης και ευημερίας. Στην ευπραγία της βοήθησε και ο μακεδονικής καταγωγής αυτοκράτορας Ιουστινιανός, δίδοντας ιδιαίτερο βάρος στα προβλήματά της και ανάγοντας τη Θεσσαλονίκη σε πρωτεύουσα του Ιλλυρικού πραιτορίου (δηλαδή της Βαλκανικής).[51]
Έως την εποχή της Εικονομαχίας, στην πόλη ανεγέρθηκαν εντυπωσιακά δημόσια κτίρια και πολλοί ναοί. Όμως, πιο χρήσιμα αποδείχθηκαν τα τείχη της, στα οποία συντρίβονταν οι εχθρικές επιδρομές και οι απόπειρες πολιορκίας. Στο διάστημα 527-688, η πόλη απέκρουσε δεκάδες επιδρομές Σλάβων, Αβάρων, Περσών, Δραγουβιτών, Σαγουδιτών και Βερζιτών. Οι Θεσσαλονικείς διηγούνταν ότι είδαν πολλές φορές τον άγιο Δημήτριο πάνω στα τείχη να τρέπει σε φυγή τους εισβολείς.
Στα τέλη του 6ου αιώνα παρουσιάστηκε η σλαβική απειλή, η οποία έμελλε να ταλανίζει την πόλη για τους δύο επόμενους αιώνες. Τα σλαβικά φύλα, αρχικά με την καθοδήγηση των Αβάρων και αργότερα αυτόνομα, πραγματοποίησαν πολλές επιδρομές εναντίον της Θεσσαλονίκης με σημαντικότερες αυτές του 586 και του 597. Τέλος στις σλαβικές βλέψεις έδωσε το 688 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β´, ο αποκαλούμενος Ρινότμητος, ο οποίος νικώντας τους Σλάβους εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη.
Όταν ξεκίνησε η Εικονομαχία, η Θεσσαλονίκη μεταβλήθηκε σε τόπο εξορίας των εικονομάχων της βασιλεύουσας. Μεταξύ αυτών συγκαταλεγόταν και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Σε αντίδραση στην εικονόφιλη στάση της Εκκλησίας της Ρώμης ο αυτοκράτορας Λέων Γ´ ο Ίσαυρος απέσπασε το ανατολικό Ιλλυρικό από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ρώμης και το απέδωσε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως[52]. Έπειτα από αυτό το γεγονός ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης έπαψε να είναι βικάριος του Πάπα και η τοπική εκκλησία συνέδεσε την πορεία της με την ανατολική εκκλησιαστική διοίκηση. Το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα έλαβε χώρα και η αποστολή προς τους σλαβικούς λαούς των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, η δράση των οποίων συνδέθηκε με την απαρχή του εκχριστιανισμού αλλά και της φιλολογίας των Σλάβων[53]. Από τη Θεσσαλονίκη οι Κύριλλος και Μεθόδιος ξεκίνησαν το 863 προκειμένου να εκχριστιανίσουν τους Άραβες, τους Χαζάρους (στη Γεωργία) και τους Σλάβους (στη Μεγάλη Μοραβία).
Το 904 η πόλη δέχθηκε επίθεση από τους Σαρακηνούς (Άραβες της Δύσης) με αρχηγό τον εξισλαμισθέντα Λέοντα τον Τριπολίτη. Η σφοδρότητα της επίθεσης και η μη προετοιμασία της πολιορκίας οδήγησαν στην άλωση και τη λεηλασία της.[54][55] Χιλιάδες κάτοικοι σφαγιάστηκαν, ενώ περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Οι επόμενοι αιώνες σημαδεύτηκαν από ανεπιτυχείς προσπάθειες κατάληψης της Θεσσαλονίκης και από τους συνεχείς πολέμους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους εχθρούς της, κυρίως στη Βαλκανική. Παρ όλ’ αυτά ο 10ος και οι αρχές του 11ου αιώνα χαρακτηρίσθηκαν ως περίοδος αναδόμησης και η αυτοκρατορία χωρίσθηκε σε «θέματα». Η Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε πρωτεύουσα ενός θέματος που επιβίωσε έως και τον 15ο αιώνα.
Από τον 10ο αιώνα μ.Χ. έξω από τη Χρυσή Πύλη – στη σημερινή Πλατεία Δημοκρατίας – εορτάζονταν τα Δημήτρια, η σημαντικότερη γιορτή-εμποροπανήγυρη της πόλης. Κατά την εμποροπανήγυρη αυτή ανταλλάσσονται τα προϊόντα της ενδοχώρας με τα θαλασσινά προϊόντα. Ονομάζονταν «Δημήτρια» διότι πραγματοποιούνταν κατά τις ημέρες εορτασμού της μνήμης του πολιούχου Αγίου Δημητρίου.[56] Η πανήγυρη με την ονομασία αυτή άκμασε τον 14ο αιώνα, τον επονομαζόμενο και «χρυσό αιώνα» της Θεσσαλονίκης. Αρχικά η γιορτή αυτή είχε κυρίως θρησκευτικό και εμπορικό χαρακτήρα. Παράλληλα, όμως, ο λαός της πόλης κατά τα «Δημήτρια» έβρισκε πολλές διασκεδάσεις και ευκαιρίες ψυχαγωγίας με σχοινοβάτες, γελωτοποιούς, μίμους και θεατρίνους. Επίσης κατά τη γιορτή, σύμφωνα με τις πηγές, παρουσιάζονταν θεατρικά έργα του αρχαιοελληνικού δραματολογίου καθώς και διαλέξεις φιλοσόφων και λογίων.[56]
Από τη νορμανδική κατάκτηση στην κορυφή της βυζαντινής διοίκησης
Πανοραμική άποψη του κέντρου της πόλης, από τα βυζαντινά τείχη.
Το 1185 οι Νορμανδοί επιδρομείς κατέλαβαν το Δυρράχιο και εν συνεχεία τη Θεσσαλονίκη, γεγονός–ορόσημο για την ιστορία της πόλης. Στην πολιορκία, η οποία άρχισε στις 15 Αυγούστου του 1185, οι Νορμανδοί χρησιμοποίησαν 200 πλοία και 80.000 άνδρες αποκλείοντας την πόλη από ξηρά και θάλασσα. Ο ανεφοδιασμός της πόλης δεν ήταν επαρκής, ο διοικητής της Δαυίδ Κομνηνός δεν ήταν ικανός να οργανώσει κατάλληλα την άμυνα, εγκατέλειψε τους αμυνόμενους και οι ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη έφτασαν πολύ αργά. Έτσι οι Νορμανδοί, μέσα σε λίγες μέρες, (24 Αυγούστου του 1185) αφού έχασαν 3.000 στρατιώτες, κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, παρά την ηρωική άμυνα των κατοίκων, και τη λεηλάτησαν, θανατώνοντας 7.000 από τους κατοίκους της[57]. Βασικός ιστορικός της άλωσης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, από το έργο του οποίου «Ιστορία της αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό των Νορμανδών» αντλούνται οι περισσότερες πληροφορίες[58][59].
Το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου (11ος αιώνας), Βασιλική Αγίου Δημητρίου
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και η κατάλυση της αυτοκρατορίας οδήγησε τους Θεσσαλονικείς σε διαπραγματεύσεις με τον Φράγκο ηγεμόνα Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η παράδοση της πόλης με τον όρο της διατήρησης των παλαιών τοπικών προνομίων[60]. Ο Βονιφάτιος ίδρυσε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το οποίο υπήρξε βραχύβιο, καθώς η πόλη έμεινε στην κατοχή των Λατίνων 20 χρόνια.
Το 1224 ο Δεσπότης της Ηπείρου, Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας, κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και χρίστηκε Βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων από τον αρχιεπίσκοπο Αχριδών Δημήτριο Χωματιανό[61]. Η Θεσσαλονίκη ανακηρύχθηκε συμβασιλεύουσα (βασιλεύουσα παρέμενε η Κωνσταντινούπολη, παρότι βρισκόταν ακόμη στην κατοχή των Λατίνων) και έγινε η πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ο Θεόδωρος Δούκας επέκτεινε την επικράτειά του έως την Αδριανούπολη. Όμως, προτού ξεκινήσει την προσπάθεια κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, θέλησε να υποτάξει τη Βουλγαρία.
Η παρακμή του κράτους του Θεόδωρου Δούκα ξεκίνησε από την ήττα του το 1230 στη μάχη της Κλοκοτνίτσας από τον Ιβάν Ασέν Β΄. Το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους ενώ στη Θεσσαλονίκη συνέχισαν να βασιλεύουν οι διάδοχοι του Θεοδώρου έως το 1246, οπότε την κατέλαβε ο αυτοκράτορας της Νικαίας Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης. Το 1261 ο συναυτοκράτορας της μικρασιατικής Αυτοκρατορίας της Νίκαιας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος κατόρθωσε την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, κατέλυσε τη Λατινική αυτοκρατορία και επανασύστησε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Έτσι, με αυτοκράτορα πλέον τον Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγο η Κωνσταντινούπολη έγινε και πάλι πρωτεύουσα των Βυζαντινών και η θέση της Θεσσαλονίκης αναβαθμίστηκε με την πάροδο των ετών. Τον 14ο αιώνα αναδείχθηκε σε πραγματική συμβασιλεύουσα, καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εδραζόταν πλέον στη Βαλκανική καθως το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας είχε κατακτηθεί. Συνήθως η πόλη διοικούνταν από τον γιο του αυτοκράτορα ή κάποιο άλλο μέλος της αυτοκρατορικής δυναστείας.
Το Κίνημα των Ζηλωτών και η Παλαιολόγεια Αναγέννηση
Ο Ναός των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων Θεσσαλονίκης (14ος αι.).
Η Θεσσαλονίκη ως συμβασιλεύουσα ενεπλάκη στους δύο εμφύλιους πολέμους, ο πρώτος μεταξύ του Ανδρόνικου Β’ και του Ανδρόνικου Γ’ (1320-1328) και ο δεύτερος μεταξύ του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού και του Ιωάννη Ε’ του Παλαιολόγου (1341-1354). Μάλιστα, η προσπάθεια του Ιωάννη Καντακουζηνού να καταλάβει την πόλη το 1342 οδήγησε στην εκδήλωση κοινωνικής επανάστασης. Επικεφαλής των εξεγερθέντων ήταν οι Ζηλωτές, που προέρχονταν από τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι Ζηλωτές ήταν υποστηρικτές των Παλαιολόγων και πολέμιοι των Καντακουζηνών που ήθελαν ενίσχυση της κεντρικής κυβέρνησης, ενώ η Θεσσαλονίκη με τους Ζηλωτές ήθελε αυτονομία.[62]
Το επαναστατικό κίνημα των Ζηλωτών εμφανίστηκε ως μία πρωτότυπη δημοκρατική νησίδα στον μεσαιωνικό κόσμο, όπου ο ηγεμονισμός, ο διαχωρισμός των ευγενών από τον λαό και η «ελέω θεού» διοίκηση αποτελούσαν τα απόλυτα θέσφατα[63]. Η διαμάχη μεταξύ του μέγα δούκα Αλεξίου Απόκαυκου και του Ιωάννη Καντακουζηνού για την κυριαρχία της επιρροής στον βυζαντινό θρόνο οδήγησε την αυτοκρατορία σε εμφύλιο πόλεμο, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η δημιουργία χιλιάδων οικονομικών προσφύγων, συνωστιζόμενων σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη.
Η ογκούμενη δυσαρέσκεια των λαϊκών τάξεων έναντι των ευγενών, που υποστήριζαν τον Καντακουζηνό, έφερε τη στάση των Ζηλωτών το 1342. Στις αρχές του έτους ο λαός της Θεσσαλονίκης καθοδηγούμενος από τους Ζηλωτές, συντασσόμενος με την πλευρά της Άννας Παλαιολογίνας και του Απόκαυκου, στασίασε και λεηλάτησε τα σπίτια του διοικητή της πόλης και των εύπορων ευγενών, ενώ διαπομπεύτηκαν και κατακρεουργήθηκαν όσοι αριστοκράτες δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Αφού επιβλήθηκαν απόλυτα μέσα στην πόλη, οι Ζηλωτές ανέλαβαν την εξουσία.
Αυτή η πρόωρη κίνηση προλεταριακής διεκδίκησης κυριάρχησε μέχρι και το 1349 όταν και επιβλήθηκε καθεστώς αυτοδιοίκησης. Τότε οι Ζηλωτές προσπάθησαν να έρθουν σε συνεννόηση με τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν, προκειμένου να ισχυροποιήσουν τη θέση τους. Ο λαός της Θεσσαλονίκης αντέδρασε και η αντεπανάσταση, οργανωμένη από μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, ανέτρεψε τους Ζηλωτές, οι ηγέτες των οποίων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη[64].
Το 1350 εγκαταστάθηκε στην πόλη η Άννα Παλαιολογίνα, η οποία κυβέρνησε στο όνομα του γιου της, Ιωάννη Ε’. Σε αντίθεση με ό,τι θα αναμενόταν, οι πολιτικές αναταραχές δεν εμπόδισαν την πνευματική ακμή της πόλης. Κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, στη Θεσσαλονίκη έζησαν πολλοί λόγιοι και χτίστηκαν ναοί, μονές και κοσμικά δημόσια κτίρια. Ιδιαίτερα στον τομέα της τέχνης οι σχολές της Θεσσαλονίκης επηρέασαν ολόκληρο τον βαλκανικό χριστιανικό κόσμο και τη Ρωσία. Η όλη αυτή πνευματική κίνηση ονομάστηκε Παλαιολόγεια Αναγέννηση και είναι η περίοδος κατά την οποία η συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη διεκδικεί τα πνευματικά πρωτεία της αυτοκρατορίας[65]. Μετά το 1350, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη ο μεγαλύτερος θεολόγος του 14ου αιώνα και πρωτοπόρος του κινήματος του Ησυχασμού, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς.[66] Είχε εκλεγεί μητροπολίτης Θεσσαλονίκης λίγα χρόνια πριν, ωστόσο, οι Ζηλωτές δεν του είχαν επιτρέψει να αναλάβει τα καθήκοντά του λόγω της σχέσης του με τον Καντακουζηνό, παρά το γεγονός ότι οι ησυχαστές ήταν εναντίον της εκμετάλλευσης των αδυνάτων από τους ισχυρούς. Η ησυχαστική κίνηση, παρότι αποτέλεσε τροχοπέδη στη διδασκαλία των φιλοσοφικών σπουδών και της κλασικής παιδείας, εντούτοις ανανέωσε τη μοναστική κίνηση και τέχνη που εξακολούθησε να επιζεί στο Άγιο Όρος και μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[67]
Οθωμανική περίοδος
Κύριο λήμμα: Πολιορκία της Θεσσαλονίκης (1422-1430)
Ο Λευκός Πύργος (Beyaz Kule) ή Πύργος του Αίματος (Kanli Kule) ήταν οθωμανική φυλακή για τουλάχιστον τέσσερις αιώνες. Εδώ σε ζωγραφική αναπαράσταση των αρχών του 19ου αιώνα, όπου φαίνεται και το προτείχισμα που τον περιέβαλε μέχρι και το 1911.
Ο Λευκός Πύργος.
Το Εβραϊκό κοιμητήριο της Θεσσαλονίκης σε ταχυδρομικό δελτάριο του 19ου αιώνα. Σήμερα στη θέση του βρίσκεται η Πανεπιστημιούπολη.
Δημογραφική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης από το 1500 έως το 1950:
Εβραίοι
Μουσουλμάνοι
Έλληνες
Το Διοικητήριο ή Κονάκι. Κτίσμα της τελευταίας περιόδου της Οθωμανικής διοίκησης σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι είναι η έδρα του Υφυπουργείου Μακεδονίας-Θράκης.
Η οθωμανική προέλαση στα ευρωπαϊκά εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η σταδιακή κατάληψη της βαλκανικής χερσονήσου έκαναν εμφανή τα αποτελέσματά τους στη Θεσσαλονίκη, η οποία αποκλεισμένη από την ξηρά και χωρίς τη δυνατότητα λήψης εξωτερικής βοήθειας το 1387, έπειτα από τετραετή πολιορκία, έγινε φόρου υποτελής στον σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄ και δέχτηκε οθωμανική φρουρά[68]. Δύο χρόνια αργότερα, και στο κλίμα αβεβαιότητας που επικράτησε προσωρινά μετά τη δολοφονία του σουλτάνου Μουράτ Α΄, οι Θεσσαλονικείς έδιωξαν την οθωμανική φρουρά της πόλης.
Ο ιστορικός Δούκας αναφέρει καταστροφή της Θεσσαλονίκης το 1391 από τον Βαγιαζήτ Α΄ με αιτία τη δραπέτευση του Μανουήλ Β´ από τη σουλτανική αυλή και την ανάδειξή του σε αυτοκράτορα[69]. Από την εποχή εκείνη υπάρχει και η πρώτη σε ελληνικές πηγές αναφορά για παιδομάζωμα, τον αναγκαστικό εξισλαμισμό των παιδιών. Αυτό έγινε το 1395 και αναφέρεται σε παρηγορητική ομιλία του τότε αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ισιδώρου προς τους γονείς των παιδιών. Θεωρείται ότι η Θεσσαλονίκη ήταν η πρώτη μεγάλη ελληνική πόλη που πλήρωσε αυτόν τον “φόρο του αίματος”.[70]
Η πρώτη οθωμανική κατοχή της πόλης διήρκεσε έως το 1403 οπότε ο αυτοκράτορας Μανουήλ, επωφελούμενος της ήττας του Βαγιαζήτ από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας (1402) και της ακόλουθης εμφύλιας διαμάχης μεταξύ των γιων του για τη διαδοχή, κατάφερε να του αποδοθεί η Θεσσαλονίκη ως αντάλλαγμα της συνδρομής του στον γιο του Βαγιαζήτ, Σουλεϊμάν Τσελεμπή.
Η άμβλυνση των εσωτερικών προβλημάτων της ηγεμονίας των Οσμανλιδών, η νέα της επιθετική ορμή έναντι των βυζαντινών εδαφών αλλά και η αδυναμία της παρηκμασμένης αυτοκρατορίας στην υπεράσπισή τους οδήγησε το 1423 τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο, γιο του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’, στην υπό όρους παράδοση της πολιορκούμενης Θεσσαλονίκης στους Ενετούς.
Η επταετής κατοχή από τα στρατεύματα της Βενετικής Δημοκρατίας υπήρξε ουσιαστικά περίοδος παρακμής για την πόλη. Ο ναυτικός και επίγειος αποκλεισμός της από τους Οθωμανούς σήμανε την οικονομική της εξασθένηση, που σε συνδυασμό με τη δυναστική συμπεριφορά των Βενετών ενέτειναν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Κατά την πολιορκία υπό τον σουλτάνο Μουράτ Β΄ η πόλη πρόβαλε αντίσταση και δεν δέχτηκε την πρόταση του σουλτάνου για παράδοση. Τότε ο σουλτάνος “κήρυξε με σάλπιγγα (προς τον στρατό του) λέγοντας: Σας δίνω τα πάντα που υπάρχουν στην πόλη, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, άργυρο και χρυσό, μόνο αφήστε σ’ εμένα την πόλη”. Τελικά, η «Συμβασιλεύουσα πόλις» της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καταλήφθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς στις 29 Μαρτίου του 1430 έπειτα από ισχυρή πολιορκία τριών ημερών. Ακολούθησε άγρια λαφυραγωγία και αιχμαλωσία των κατοίκων. Οι αιχμάλωτοι υπολογίζονται σε 7.000 περίπου. Από αυτούς άλλοι ελευθερώθηκαν αφού εξαγοράστηκαν από συγγενείς και φίλους, άλλοι δε πουλήθηκαν, ενώ μέρος του πληθυσμού είχε ήδη φύγει πριν την άλωση και δεν επανήλθε. Σε όσους ελευθερώθηκαν ο σουλτάνος επέτρεψε να εγκατασταθούν στην πόλη και να διατηρήσουν τις περιουσίες τους, ενώ δήμευσε όσες περιουσίες έμειναν αδέσποτες και τις μοίρασε στους Οθωμανούς που εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα (Γενητζέ Βαρδάρ). Αρχικά δεν πείραξε τις εκκλησίες και τις μονές, αλλά αφού επανήλθε μετά από μια διετία και αφού πλέον είχαν εγκατασταθεί Οθωμανοί στα περίχωρα, κατάσχεσε εκκλησίες και μονές με τις περιουσίες και τα εισοδήματά τους. Τα σπουδαιότερα από αυτά δώρισε σε έμπιστούς του ή μετέβαλε σε τζαμιά και ιεροδιδασκαλεία (μενδρεσέδες). Στους χριστιανούς άφησε μόνο τέσσερις μικρές εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και αυτή του Αγίου Δημητρίου[71][72].
Τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης ήταν δύσκολα, καθώς τα πολεμικά μέτωπα ήταν ακόμη κοντά, ο πληθυσμός είχε μειωθεί πολύ και το εμπόριο έφθινε συνεχώς. Μάλιστα, σύμφωνα με πηγές της εποχής, οι κάτοικοι της πόλης δεν ξεπερνούσαν τα 2.000 άτομα την εποχή αμέσως μετά την κατάκτησή της. Ο σουλτάνος Μουράτ Β’ έφερε 1.000 οικογένειες Γιουρούκων από τα Γιαννιτσά και χριστιανούς από τη Χαλκιδική.[73] Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η σχετική ανεκτικότητα έναντι των «λαών της Βίβλου», όπως υποδεικνυόταν από τον κυρίαρχο ισλαμικό νόμο, βοήθησαν στην εγκατάσταση των διωκόμενων Εβραίων. Η Θεσσαλονίκη δέχθηκε Εβραίους Ασκεναζίτες από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και Σεφαρδίτες, που διώχθηκαν από την Ισπανία μετά την οριστική κατάλυση του αραβικού κράτους της Γρανάδας.[74] Υπολογίζεται ότι στα τέλη του 15ου αιώνα είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη σχεδόν 20.000 Εβραίοι από την Ισπανία, οι οποίοι άλλαξαν ριζικά την εικόνα της πόλης. Σε απογραφή του 1519, η Θεσσαλονίκη είχε 29.220 κατοίκους, από τους οποίους ποσοστό 53,8% ήταν Εβραίοι, 23,5% μουσουλμάνοι και 22,7% χριστιανοί.
Μεταξύ 1520 και 1530 η πόλη είχε 2645 εβραϊκές οικογένειες, 1229 οθωμανικές και 989 χριστιανικές[75]. Οι Εβραίοι της Κεντρικής Ευρώπης (Ασκεναζίμ), οι οποίοι άρχισαν να εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη το 1376, δεν αφομειώθηκαν από τον μεγαλύτερο πληθυσμό Εβραίων που έφτασε μετά το 1492 από την Ισπανία, καθώς έμειναν προσηλωμένοι στις δικές τους παραδόσεις. Οι Εβραίοι αποτελούσαν το κυρίαρχο στοιχείο της πόλης, πληθυσμιακά και οικονομικά[76]. Οι διάφορες θρησκευτικές κοινότητες κατοικούσαν σε διαφορετικές συνοικίες. Στις αρχές του 17ου αιώνα υπήρχαν 56 εβραϊκές συνοικίες, 48 μουσουλμανικές και 16 χριστιανικές.
Ο πληθυσμός του αστικού κέντρου παρουσίαζε αρκετές διακυμάνσεις, κυρίως εξαιτίας των συχνών πυρκαγιών και των πολλών επιδημιών που ταλάνιζαν την πόλη έως και τον 18ο αιώνα. Συχνές ήταν και οι διχόνοιες όχι τόσο μεταξύ των τριών θρησκευτικών κοινοτήτων, αλλά στους κόλπους της καθεμιάς. Η πιο σημαντική ήταν η παρουσία και η δράση του ψευδομεσία Σαμπεθάι Σεβί, ο οποίος αρχικά παρουσιάστηκε ως Μεσσίας στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, αλλά αργότερα (1666) ασπάστηκε το Ισλάμ μαζί με πολλές χιλιάδες οπαδούς του, οι οποίοι ονομάστηκαν “ντονμέδες”.[77] Οι περισσότερες έριδες στους κόλπους των μουσουλμάνων προκαλούνταν από τις κοινωνικές ανισότητες και τις εξεγέρσεις των γενιτσάρων. Η σημαντικότερη διένεξη που αφορούσε την ελληνοχριστιανική κοινότητα ήταν η διαμάχη για τη διαχείριση της κοινότητας μεταξύ του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και των αρχόντων της πόλης.
Από οικονομική άποψη, η πόλη άρχισε να ακμάζει μετά το 1520. Τότε αναπτύχθηκαν η βιοτεχνία (υφαντουργία, χρυσοχοΐα, ταπητουργία, βυρσοδεψία) και το διεθνές εμπόριο. Η άνθηση αυτή συνεχίστηκε έως τα μέσα του 17ου αιώνα. Τότε άλλαξαν τα οικονομικά δεδομένα, καθώς το παγκόσμιο εμπόριο μετακινήθηκε προς τον Ατλαντικό και η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε σε φάση παρακμής. Η δυσπραγία διήρκεσε έως τη δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα, οπότε άρχισε και πάλι να αναπτύσσεται το εμπόριο, αυτή τη φορά προς την Αυστρία και τη Ρωσία, κυρίως με τη διακίνηση καπνού, μαλλιού και βαμβακιού. Η ανάπτυξη έμελλε να διατηρηθεί έως τους Ναπολεόντειους Πολέμους (1798-1814), οπότε και η ύφεση που έπληξε την Ευρώπη δεν άφησε ανεπηρέαστη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η εμπορευματική διακίνηση άρχισε να αυξάνεται σταθερά μετά το 1840.
Παρόλο που στις αρχές του 19ου αιώνα οι Έλληνες είχαν φτάσει να ανταγωνίζονται πληθυσμιακά και οικονομικά την εβραϊκή κοινότητα -ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη σφαγή στο ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821- η Θεσσαλονίκη συνέχισε να αποτελεί έως το 1912 ένα μοναδικό, παγκόσμιο φαινόμενο πόλης με τόσο μεγάλη εβραϊκή παροικία, και αποκλήθηκε από τους ίδιους τους Ιουδαίους «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων»[78][79] και «Μητέρα του Ισραήλ»[80][81].
Η Θεσσαλονίκη ή Σελανίκ, σύμφωνα με την τουρκική παραλλαγή του ονόματός της, συνέχισε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής της μέσα στα όρια του σουλτανικού κράτους να αποτελεί σημαντικό διοικητικό, οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο του με ρόλο παρόμοιο με αυτόν που κατείχε τη βυζαντινή περίοδο. Ανεγέρθηκαν συγκροτήματα λουτρών, ισλαμικά μοναστήρια, τεμένη, ενώ και αρκετοί χριστιανικοί ναοί μετατράπηκαν σε τόπους μουσουλμανικής λατρείας. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου μετατράπηκε σε τζαμί το 1491 και παρέμεινε τέτοιο μέχρι την απελευθέρωση το 1912. Μέχρι το διάταγμα Χάτι-Χουμαγιούν (1856) δεν επιτρεπόταν η ανέγερση νέων χριστιανικών ναών σε θέσεις όπου δεν προϋπήρχαν ναοί[82]. Το 1669, ο Γάλλος μοναχός Ρομπέρ ντε Ντρω ανέφερε τη Θεσσαλονίκη ως μια από τις πιο ωραίες και διάσημες πόλεις της Ελλάδας. Το 1737, ο Γάλλος ιερωμένος και συγγραφέας Ζωζέφ ντε λα Πορτ ανέφερε ότι η Θεσσαλονίκη αριθμούσε 48 τεμένη, 30 εκκλησίες και 36 συναγωγές[83].
Η Ελληνική επανάσταση του 1821
Η σφαγή των Ελλήνων στην Αγορά Καπάνι.
Οι Θεσσαλονικείς οργανώθηκαν και οργάνωσαν τον Ελληνισμό από πολύ νωρίς, προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες μιας καθολικής ελληνικής επανάστασης. Ο Θεσσαλονικέας λόγιος Γρηγόριος Ζαλύκης ήταν ο πρωτεργάτης της ίδρυσης της μυστικής οργάνωσης Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο, προδρόμου της Φιλικής Εταιρείας, στο Παρίσι το 1809.
Ο έμπορος Μιχαήλ Ουζουνίδης ήταν ένα από τα αρχικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Επίσης, ο διδάσκαλος και λόγιος Μιλτιάδης Αγαθόνικος προσέφερε πολλά ως εκπαιδευτικός στην αφύπνιση των Ελλήνων. Άλλα σημαίνοντα μέλη της Φιλικής Εταιρείας από τη Θεσσαλονίκη ήταν ο διπλωμάτης Δημήτριος Αργυρόπουλος, ο Ιωάννης Σκανδαλίδης, ο Νικόλαος Ουζουνίδης, ο Πανταζής Μπακάλογλους και οι έμποροι Μόσχος Σακελλίου, Αθανάσιος Σκανδαλίδης, Χριστόδουλος Μπαλάνος, Στέργιος Πολύδωρος, Νικόλαος Τραμπάζογλους και Αλέξανδρος Ι. Πηλιάδης. Σποραδικές εξεγέρσεις με κοινωνικά κυρίως αιτήματα, προερχόμενες από τους ελληνικούς πληθυσμούς, καταπνίγηκαν σχετικά εύκολα από τη διοίκηση. Ιδιαίτερη, όμως, σκληρότητα επέδειξαν οι Οθωμανοί με το ξέσπασμα της επανάστασης στη Χαλκιδική τον Μάρτιο του 1821 από τον τραπεζίτη και μεγαλέμπορο Εμμανουήλ Παπά, οπότε εφαρμόστηκαν αντίποινα κατά των Ελλήνων και στη Θεσσαλονίκη. Φιρμάνι της 3ης Μαΐου του 1821 ανέφερε:
“Το εν Μολδαβία κίνημα των απίστων και κατηραμένων Ελλήνων, μεταδοθέν εις τας πέραν της Θεσσαλονίκης χώρας, προεκάλεσε την αναρχίαν και τον αναβρασμόν μεταξύ των εκεί κατοίκων … Εκ των γεγονότων τούτων άπαξ έτι κατεδείχθη ότι η επανάστασις αύτη των απίστων, φέρουσα γενικόν χαρακτήρα, έχει εξυφανθεί και προσχεδιασθή κατόπιν συνεννοήσεως ολοκλήρου της φυλής αυτών”.[84]
Σε προκήρυξη του γενικού αρχηγού του οθωμανικού στρατού προς τους μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης, κλήθηκαν όλοι οι μουσουλμάνοι 16-60 ετών να πάρουν τα όπλα κατά των επαναστατών. Ανακοινώθηκε αμοιβή τεσσάρων πιάστρων για κάθε κεφάλι που θα παραδινόταν στο στρατόπεδο. Υπογράφτηκε από τον Αμπντούλ Καμπούλ Μωχάμετ, “διοικητή των πιστών Μακεδονίας και Θεσσαλίας”.[85]
Αρχικά περί τους 400 χριστιανούς, εκ των οποίων οι 100 ήταν Αγιορίτες μοναχοί, φυλακίστηκαν ως όμηροι, οι περισσότεροι εκ των οποίων εκτελέστηκαν αργότερα. Οι περισσότερες σφαγές έγιναν τον Μάιο του 1821,[86] σημαίνοντας την απαρχή μίας περιόδου τρομοκρατίας, που διήρκεσε έως και το 1823, χρονιά που κατεστάλησαν τα επαναστατικά κινήματα της Μακεδονίας.
Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 οι Οθωμανοί σκότωσαν επίσης, τον επίτροπο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και επίσκοπο Κίτρους Μελέτιο, τους πρόκριτους (μέλη της Φιλικής Εταιρείας) Γεώργιο Βλάλη, Χρήστο Μενεξέ (επίτροπο του ναού του Αγίου Μηνά), Χριστόδουλο Μπαλάνο, Γεώργιο Πάικο, Στέργιο Πολύδωρο, Αθανάσιο Σκανδαλίδη, Αναστάσιο Γούναρη, Δημήτριο Παππά, Αναστάσιο Κυδωνιάτη, τον Αργυρό Ταπουχτσή από την Επανομή κ.ά. στην τότε πλατεία Αλευραγοράς (σημερινή αγορά Καπάνι – Βλάλη), στις 18 Μαΐου[87]. Σφαγές επίσης έγιναν στην περιοχή της Ροτόντας και στην Πύλη Αξιού. Παρόμοιες σκηνές εκτυλίχθηκαν στο προαύλιο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπου είχαν καταφύγει 2.000 Έλληνες και τελικά πολλοί από αυτούς φονεύτηκαν από τον τουρκικό όχλο[88]. Αργότερα, το 1822 στραγγαλίστηκε μετά από πολυήμερη φυλάκιση ο Έλληνας προύχοντας και πρόξενος της Δανίας, Εμμανουήλ Κυριακού.
Συνολικά οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης που έπεσαν θύματα από τις εκτελέσεις των Οθωμανών υπολογίζονται σε 25.000 μόνο κατά το 1821, γεγονός που επέφερε ανεπανόρθωτο πλήγμα στην ελληνική κοινότητα της πόλης (η ελληνική κοινότητα επανέκαμψε τη δεκαετία του 1880, δηλαδή 60 χρόνια αργότερα).[89] Σημαντικές προσωπικότητες της Θεσσαλονίκης που πρωτοστάτησαν την περίοδο εκείνη στους Ελληνικούς αγώνες ήταν ο Γρηγόριος Ζαλύκης, ο Μιλτιάδης Αγαθόνικος, ο Κωνσταντίνος Τάττης, ο Ιωάννης Γούτας Καυταντζόγλου, ο Ιωάννης Μιχαήλ (ο οποίος συμμετείχε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας), ο Ιωάννης Παπάφης, ο Ανδρόνικος Πάικος, ο Αντώνιος Παπαχρίστου, ο Αναστάσιος Μπουδέλης και άλλοι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Α΄ γραμματέας του Βουλευτικού της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου ήταν ο Θεσσαλονικέας Ιωάννης Σκανδαλίδης, ένας από τους πληρεξούσιους της Μακεδονίας,[90][91] ενώ την έναρξη της Επανάστασης την κήρυξε ο Θεσσαλονικέας Δημήτριος Αργυρόπουλος στις 21 Φεβρουαρίου 1821, στο Γαλάτσι της Μολδοβλαχίας. Η επανάσταση στη Μακεδονία τερματίστηκε περί τα τέλη Μαΐου 1822. Μετά πολλοί πολεμιστές κατέβηκαν στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα όπου συνέχισαν τον αγώνα.[84]
Για την απελευθέρωση των φυλακισμένων Χριστιανών, οι Τούρκοι εισέπραξαν ως λύτρα 440.000 γρόσια. Για να συγκεντρώσουν αυτό το ποσό οι Χριστιανοί δανείσθηκαν από Εβραίους τραπεζίτες με επιτόκιο 30-50% με ενέχυρο τιμαλφή και σκεύη των ναών, λαμβάνοντας μετρητά το ένα δεύτερο ή το ένα τρίτο της αξίας τους.[92]
Μεγάλες καταστροφές υπέστησαν και τα πλησίον της Θεσσαλονίκης χωριά, ιδίως προς την περιοχή της Χαλκιδικής, ακόμα και αυτά που δεν επαναστάτησαν. Η κατάσταση της επαρχίας κατά τον Ιούνιο και Ιούλιο 1821 αναφέρεται από Άγγλο αυτόπτη μάρτυρα. Μετά την εξέγερση ελληνικών χωριών της Χαλκιδικής πολλοί μουσουλμάνοι κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη για προστασία ενώ τα χωριά τους κάηκαν. Ο τουρκικός στρατός αντεπιτιθέμενος λεηλάτησε και έκαψε τα Βασιλικά, το Καραμπουρνού, την Επανωμή και τη Γαλάτιστα και άλλα, ακόμα και όσα δεν είχαν επαναστατήσει όπως το Ζαγγλιβέρι. Οι μοναχοί της Μονής Αγίας Αναστασίας (Φαρμακολύτριας) αποκεφαλίστηκαν παρ’ ό,τι άνοιξαν τις θύρες και υποδέχθηκαν τους Τούρκους. Μεγάλος αριθμός Εβραίων ακολουθούσαν τον τουρκικό στρατό και αγόραζαν τη λεία σε χαμηλές τιμές. Γυναίκες και παιδιά πωλούνταν ως δούλοι, οι γριές προς 40-60 πιάστρα και τα γυναικόπαιδα προς 200-300. Ολόκληρη η περιοχή της Καλαμαριάς (εννοείται η δυτική Χαλκιδική) που αριθμούσε περί τους 60.000 κατοίκους καταστράφηκε και ερημώθηκε.
Προύχοντες και απλοί Έλληνες κρατούνταν ως όμηροι ή θανατώνονταν ακόμα και με ανασκολοπισμό (παλούκωμα), ενώ και οι Έλληνες σκότωναν τους Τούρκους που συνελάμβαναν. Η τουρκική διοίκηση αποσπούσε δια της βίας μεγάλα χρηματικά ποσά που οι Έλληνες για να τα εξοικονομήσουν ενεχυρίαζαν πολύτιμα αντικείμενα και σκεύη εκκλησιών σε χαμηλές τιμές ή δανείζονταν από τους Εβραίους με επιτόκιο 30-50%.[93]
Αναπτυξιακή πορεία και Μακεδονικός Αγώνας
Η λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1828–1829 επέφερε την ηρεμία στα ευρωπαϊκά εδάφη της Τουρκίας και τη συνακόλουθη οικονομική ανάπτυξη. Το θετικό κλίμα ενέτειναν και οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ από το τέλος της δεκαετίας του 1830. Η Θεσσαλονίκη αυξάνει περαιτέρω την εμπορική της δύναμη ενώ παράλληλα ξεκινά η ανοικοδόμηση σημαντικών διοικητικών, εκπαιδευτικών και ιδιωτικών κτηρίων. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα παρατηρείται σημαντική αύξηση του πληθυσμού, που από 50.000 το 1865 φτάνει τις 90.000 το 1880 και τις 120.000 το 1895.[94]
Το 1873 κατεδαφίζεται το μεγαλύτερο τμήμα των βυζαντινών τειχών της πόλης και δημιουργείται η παραλιακή λεωφόρος, η σημερινή Λεωφόρος Νίκης.[95]
Το 1877, ενώ γίνονταν διεθνώς ζυμώσεις που κατέληξαν στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, Ρουμανικές εφημερίδες δημοσίευαν στατιστικές με Ρουμανικούς πληθυσμούς στη Θεσσαλία, Ήπειρο και Μακεδονία προσπαθώντας να οικειοποιηθούν τους Βλάχους. Στα πλαίσια αυτά εμφάνισαν στατιστική του Ρουμανικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάζοντας τη Θεσσαλονίκη με 20.000 Ρουμανικό πληθυσμό. Ακολούθησαν έντονες αντιδράσεις και επεισόδια που προκάλεσαν οι Έλληνες Θεσσαλονικείς φοιτητές έξω από το Ρουμανικό προξενείο που κατέληξαν σε μεγαλειώδη βουβή παρέλαση (αρκετές χιλιάδες διαδηλωτών) με τερματισμό στο προξενείο της Ρουμανίας. Στη βουβή διαδήλωση συμμετείχαν και εκπρόσωποι της Ισραηλιτικής κοινότητας της πόλης, προκειμένου να υποστηρίξουν την ελληνικότητα του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης.
Συνέπεια των αντιδράσεων ήταν να εκδώσει ο Οθωμανός βαλής της Θεσσαλονίκης, επίσημη στατιστική που παρουσίαζε τον Ελληνικό πληθυσμό σε 25.000 (σε σύνολο σχεδόν 90.000 κατοίκων[96]) και να αποπεμφθεί ο Ρουμάνος πρόξενος.[97] Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, οι Θεσσαλονικείς οργανώνονται, ιδρύοντας τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Ανδρών Θεσσαλονίκης το 1871 που ανέπτυξε έντονη εθνική δράση. Ο προύχοντας της πόλης Κωνσταντίνος Μάτσας προσπάθησε ήδη από το 1899 να εξοπλίσει τον Ελληνισμό της πόλης, αντιλαμβανόμενος τον επερχόμενο κίνδυνο. Σημαντικοί Θεσσαλονικείς οπλαρχηγοί ήταν ο Γεώργιος Σάββας και ο Γεώργιος Πεντζίκης. Στις 20 Ιανουαρίου του 1904 πραγματοποιήθηκε μεγάλο αντιβουλγαρικό συλλαλητήριο στην πόλη, με συμμετοχή 6.000 Ελλήνων διαδηλωτών. Έως το 1908, οι Θεσσαλονικείς πέτυχαν να ανατρέψουν τη βουλγαρική προσπάθεια δημιουργίας πυρήνων Βουλγαρικού πληθυσμού στην πόλη, με τη μεταφορά και εγκατάσταση Βούλγαρων μεταναστών.[98]
Το κίνημα των Νεοτούρκων και τα εθνικά αλυτρωτικά κινήματα
Το μέγαρο του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, έργο του Ερνέστου Τσίλλερ, το οποίο, πλέον, φιλοξενεί το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνος.
Η Έπαυλη Αλλατίνη, ιδιοκτησίας των Εβραίων Θεσσαλονικέων βιομηχάνων Αλλατίνι, στην οποία το 1909 φιλοξενήθηκε ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ κατά τη διάρκεια της εξορίας του στη Θεσσαλονίκη, έπειτα από το Κίνημα των Νεοτούρκων στη Κωνσταντινούπολη.
Στιγμιότυπο από την αναχώρηση του Σουλτάνου Μεχμέτ Ε’ Ρεσάτ έπειτα από το προσκύνημα στο τέμενος της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης στις 31 Μαΐου 1911.
Το ρεύμα της εθνικιστικής ιδεολογίας, που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση και απλώθηκε σε ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο, άρχισε, ογκούμενο σταδιακά μέσα στον 19ο αιώνα, να επιδρά και στα βαλκανικές εθνικές ομάδες, που βρίσκονταν στην οθωμανική επικράτεια. Ένα πρώτο κρούσμα αυτών ήταν η σφαγή των προξένων στη Θεσσαλονίκη που συνέβη στις 6 Μαΐου 1876.
Το ελληνικό στοιχείο συγκρούστηκε έντονα με το βουλγαρικό, που με τη δράση των κομιτατζήδων προσπάθησε τη μεταστροφή των ορθοδόξων πληθυσμών από την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βουλγαρική Εξαρχική Εκκλησία με στόχο τον εκβουλγαρισμό τους.[99] Μετά τα Απριλιανά του 1903 η σύγκρουση αυτή κορυφώθηκε το διάστημα των ετών 1904-1908, την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, όπου επιτελικό κέντρο των Ελλήνων αγωνιστών υπήρξε το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης (σημερινό Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα).
Παράλληλα με τα εθνικιστικά κινήματα αναπτυσσόταν και ένα άλλο κίνημα με στελέχη από τη στρατιωτική και πνευματική ελίτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κέντρο του τη Θεσσαλονίκη. Στόχοι αυτής της κίνησης ήταν ο εκδημοκρατισμός, ο εκσυγχρονισμός και μετασχηματισμός σε ευρωπαϊκού τύπου συνταγματική μοναρχία της παραπαίουσας και μειούμενης εδαφικά Αυτοκρατορίας και πολιτικό εφαλτήριό της η “Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο” (İttihad ve Terakki Cemiyeti – Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος),[100] της οποίας η δράση εκκίνησε το 1896 και στις τάξεις της περιελάμβανε προοδευτικές προσωπικότητες από τις κυρίαρχες μακεδονικές εθνότητες με πρωτοστατούσα την τουρκική. Τα μέλη αυτής της επιτροπής έγιναν γνωστά με το όνομα Νεότουρκοι (Jön Türkler – Ζον Τουρκλέρ από το γαλλικό Jeunes Turcs) και στα πρώτα της βήματα αναδείχθηκε σε φορέα της αστικής αλλαγής με αντιιμπεριαλιστικές αιχμές.[101]
Τον Ιούνιο του 1908 οι Νεότουρκοι διέθεταν την ισχύ ώστε να απαιτήσουν από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ την πολιτειακή μεταβολή προς τη συνταγματική μοναρχία. Έτσι με μία εντυπωσιακή στρατιωτική κίνηση το τρίτο σώμα του Οθωμανικού στρατού ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση την έδρα του Οίκου των Οσμανλιδών, την Κωνσταντινούπολη, όπου κορυφώθηκε η Επανάσταση των Νεοτούρκων, με αποτέλεσμα την παραχώρηση Συντάγματος στις 24 Ιουλίου 1908.[102]
Η αντεπανάσταση των συντηρητικών Παλαιότουρκων το 1909 βοήθησε τον απολυταρχικό Αμπντούλ Χαμίτ να άρει τα συνταγματικά προνόμια. Σύντομα, όμως, οι Νεότουρκοι κατάφεραν να πάρουν την κατάσταση και πάλι στα χέρια τους εξαναγκάζοντας τον Σουλτάνο σε παραίτηση και ανεβάζοντας στον θρόνο το μετριοπαθή αδελφό του, Μεχμέτ Ε΄ Ρεσάτ. Ο Αμπντούλ Χαμίτ οδηγήθηκε στο πολιτικό κέντρο των Νεοτούρκων, τη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε φρουρούμενος στην Έπαυλη Αλλατίνη (σημερινό ιστορικό κτίριο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας) έως και το 1912.
Τελευταίο σημαντικό γεγονός της οθωμανικής κυριαρχίας στη Θεσσαλονίκη υπήρξε η επίσκεψη στην πόλη του Μεχμέτ στις 31 Μαΐου 1911, στο πλαίσιο της περιοδείας του στα ευρωπαϊκά εδάφη της Αυτοκρατορίας. Αποκορύφωμα της επίσκεψης αποτέλεσαν η παρέλαση των εθνοτήτων ενώπιον του μονάρχη και το εντυπωσιακό προσκύνημά του στο τέμενος της Αγίας Σοφίας, σύμφωνα με το επίσημο τυπικό του προσκυνήματος της Παρασκευής στο τζαμί Χαμιντιέ της Κωνσταντινούπολης.[103]
Η απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία
Κύριο λήμμα: Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
Το πανηγυρικό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Μακεδονία την επόμενη μέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.
Η απόδειξη των πραγματικών πολιτικών προθέσεων της ηγετικής ομάδας των Νεότουρκων, που ως βασικό στόχο είχαν τον εκτουρκισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσω της εξάλειψης των μειονοτήτων, και η σκλήρυνση της κρατικής πολιτικής έναντι αυτών έφεραν το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.[104] Τα τέσσερα βαλκανικά βασίλεια, Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου, κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδιώκοντας την κατάκτηση και τον διαμοιρασμό των ευρωπαϊκών της εδαφών, στα οποία κατοικούσε σημαντική μερίδα «αλύτρωτων» ομοεθνών τους.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης υπήρξε το διαφιλονικούμενο «λάφυρο» μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων.[105] Οι νίκες των Ελλήνων σε σημαντικές μάχες είχαν δημιουργήσει θετικό κλίμα στο στράτευμα, το οποίο όδευε για την κατάκτηση του Μοναστηρίου, βαλκανικής πόλης με ακμαίο ελληνικό πληθυσμό. Ο επικεφαλής της στρατιάς της Θεσσαλίας και αρχιστράτηγος, Διάδοχος Κωνσταντίνος έπειτα από τη νικηφόρα Μάχη του Σαρανταπόρου κινούνταν προς το Μοναστήρι. Οι πληροφορίες, όμως, προς την ελληνική κυβέρνηση αναφέρονταν σε προώθηση των βουλγαρικών στρατευμάτων νοτιότερα, με σκοπό την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.[106] Ο Βενιζέλος τηλεγράφησε στον Κωνσταντίνο να κινηθεί ταχύτατα προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά όταν διαπίστωσε ότι ο διάδοχος κωλυσιεργούσε απέστειλε το περίφημο τηλεγράφημα:
Αρχηγόν Στρατού
Εντέλεσθε άμα τη λήψει της παρούσης να παραδώσητε την διοίκησιν του στρατού εις τον Αρχηγόν του
Γεν. Επιτελείου υποστράτηγον Δαγκλήν και να αναχωρήσητε πάραυτα δι’ Αθήνας, τιθέμενος εις την
διάθεσιν του υπουργού των Στρατιωτικών.
Ε. Βενιζέλος, Υπουργός Στρατιωτικών
Μετά από παρέμβαση του βασιλιά Γεωργίου, το ελληνικό στράτευμα της Θεσσαλίας, αλλάζοντας πορεία, κινήθηκε προς τη Θεσσαλονίκη, στην οποία έφτασε έπειτα από τη Μάχη των Γιαννιτσών (19 Οκτωβρίου) στις 25 Οκτωβρίου 1912, περικυκλώνοντάς την.
Οι Οθωμανοί στρατιωτικοί επιτελείς της Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής τον διοικητή του 8ου σώματος του οθωμανικού στρατού, Χασάν Ταχσίν Πασά, αντιλήφθηκαν ότι πιθανή αντίσταση δεν θα επέφερε ουσιαστικό αποτέλεσμα[107] και προέβησαν σε προτάσεις παράδοσης προς τον Κωνσταντίνο. Άλλωστε από οθωμανικής πλευράς υπήρχε η προτίμηση της παράδοσης της πόλης στους Έλληνες λόγω της αντίληψης ότι οι Βούλγαροι θα προέβαιναν σε βιαιότητες έναντι του μουσουλμανικού πληθυσμού.[108] Ο Κωνσταντίνος, όμως, δεν έκανε δεκτή την οθωμανική πρόταση και απαίτησε «άνευ όρων» παράδοση της πόλης. Την ίδια στιγμή ο Πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, έχοντας γνώση των κινήσεων της 7ης Βουλγαρικής μεραρχίας, η οποία πλησίαζε τη Θεσσαλονίκη, προειδοποίησε τον Διάδοχο να επισπεύσει τη διαδικασία[109] με το ακόλουθο τηλεγράφημα:
Αρχηγόν Στρατού
Παραγγέλλεσθε να αποδεχτείτε προσφερομένην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και να εισέλθητε εις
ταύτην άνευ χρονοτριβής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής.
Υπουργός Στρατιωτικών Ε. Βενιζέλος
Έτσι τη νύχτα της 26ης προς 27 Οκτωβρίου 1912 (Ιουλιανό ημερολόγιο), οι πληρεξούσιοι επιτελείς αξιωματικοί, Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς, υπέγραψαν στη Θεσσαλονίκη τα πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης από την οθωμανική διοίκηση στον ελληνικό στρατό[110][111] και το απόγευμα της 27 Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη τα δύο πρώτα ελληνικά ευζωνικά τμήματα της μεραρχίας Κλεομένους.[εκκρεμεί παραπομπή]
Εν τω μεταξύ οι Βούλγαροι, που είχαν προσεγγίσει την πόλη, πίεσαν τον Χασάν Ταχσίν Πασά να υπογράψει παρόμοιο πρωτόκολλο και με αυτούς. Η πρότασή τους, εντούτοις, δεν έγινε δεκτή με τη χαρακτηριστική απάντηση του Οθωμανού στρατηγού: «Έχω μόνο μία Θεσσαλονίκη, την οποία έχω ήδη παραδώσει».[112] Παρά τούτο οι βουλγαρικές διεκδικήσεις δεν έπαυσαν έως και τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, οπότε το νικηφόρο αποτέλεσμά του, για την ελληνική πλευρά, επέφερε οριστική λύση στο θέμα.
Ένας ακόμη παράγοντας που προσπάθησε να επηρεάσει το εδαφικό καθεστώς της Θεσσαλονίκης, ήταν η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, που με τη συμπαράσταση της Γερμανίας επεδίωξε, ανεπιτυχώς, διεθνοποίηση της πόλης.[113] Ακόμη μερίδα της Ιουδαϊκής κοινότητας προώθησε στο εξωτερικό πρόταση για αυτόνομο καθεστώς υπό ισραηλιτική διοίκηση.[114][115]
Στις 29 Οκτωβρίου ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ εισήλθε στην πόλη επικεφαλής τμημάτων στρατού και στις 30 Οκτωβρίου τελέστηκε από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο δοξολογία στον τότε Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μηνά «επί τη απελευθερώσει της πόλεως» μετά από 482 χρόνια συνεχούς Οθωμανικής κατοχής.
Σύγχρονη ιστορία
Αναπαράσταση Γερμανικού αερόπλοιου πάνω από την πόλη, που καταρρίφθηκε από τις αγγλογαλλικές δυνάμεις (Μάιος 1916). Τμήματά του εκτίθενταν για αρκετές εβδομάδες μπροστά από τον Λευκό Πύργο. Στην εικόνα γίνεται και η αναπαράσταση των ριπών προς το αερόπλοιο, από την Πύλη του Αξιού στα βόρεια, από το Επταπύργιου και από την 3η Στρατιά.[116][117][118]
Μετά την απελευθέρωση του 1912 για αρκετό καιρό διατηρήθηκε η οθωμανική διοικητική δομή της πόλης για να αποφευχθεί η οικονομική και κοινωνική διάλυση της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις ημέρες μετά την παράδοση της πόλης, η οθωμανική χωροφυλακή συνέχιζε ένοπλη να διατηρεί την τάξη, ενώ ο δήμαρχος Οσμάν Σαΐτ παρέμεινε δήμαρχος, με λίγες διακοπές μέχρι το 1922. Τον Μάρτιο του 1913 ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το 1914 έγιναν από τους Οθωμανούς μαζικές διώξεις των Ελλήνων από την Ανατολική Θράκη (αρχές 1914) και τη δυτική Μικρά Ασία (Μάιος 1914). Έτσι, οι πρόσφυγες κατέφυγαν στην Ελλάδα με τη Θεσσαλονίκη να αποτελεί έναν από τους κύριους προορισμούς άφιξης και εγκατάστασης οικογενειών Μικρασιατών και Θρακών. Στην αρχή η περίθαλψη των προσφύγων στην πόλη γινόταν από εθελοντές. Ακολούθως δημιουργήθηκαν επιτροπές από το Υπουργείο Εσωτερικών με σκοπό τη διανομή τροφίμων και ιματισμού. Τα έσοδα καλύπτονταν κυρίως από δωρεές και εράνους. Τον Ιούλιο του 1914 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη Οργανισμός για την περίθαλψη και μετέπειτα για την εγκατάσταση των προσφύγων σε εγκαταλελειμμένα τουρκικά και βουλγαρικά χωριά της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας. Παρεχόταν υποτυπώδες συσσίτιο, προσωρινή στέγη και στοιχειώδης ιατρική περίθαλψη, μέχρι οι πρόσφυγες να βρουν εργασία ή να αποκτήσουν γεωργικό κλήρο.[119]
Η Ελλάδα δεν συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από το ξέσπασμά του παρά τις προσκλήσεις για συμμαχία και από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις. Ωστόσο, με δικαιολογία τη βοήθεια προς τη Σερβία, αλλά και αδιαφορία για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας, δυνάμεις της Αντάντ αποβιβάστηκαν στην πόλη τον Οκτώβριο του 1915 με σκοπό να εκβιάσουν την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο.
Δημιουργήθηκε το Βαλκανικό Μέτωπο, που απαρτιζόταν από δεκάδες χιλιάδες άνδρες και είχε σκοπό να παράσχει υποστήριξη προς τη Σερβία και τη Ρωσία. Ο Εθνικός Διχασμός, όπως ονομάστηκε η διαμάχη (1916) ανάμεσα στον Βασιλιά Κωνσταντίνο ΙΒ΄ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο αναφορικά με την έξοδο της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησαν στον σχηματισμό δεύτερης κυβέρνησης από τον Βενιζέλο, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η “Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας” απαρτιζόταν από τον Βενιζέλο, τον Δαγκλή και τον Κουντουριώτη τη λεγόμενη “Τριανδρία”. Έτσι η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, οδηγώντας παράλληλα στην εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ υπέρ του γιου του Αλεξάνδρου.
Κατά τη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας που διήρκησε την περίοδο 1916-1918, πολλοί Έλληνες πρόλαβαν να περάσουν τα τότε σύνορα από τις περιοχές της Δράμας και της Καβάλας και κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη για να γλιτώσουν τις διώξεις, τη λιμοκτονία, τις ομηρίες καθώς και τις συλλήψεις, τις φυλακίσεις και τους βασανισμούς που λάμβαναν χώρα στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία.[120][121]
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 ήταν η χειρότερη καταστροφή που υπέστη η πόλη κατά τα νεότερα χρόνια. Κατέστρεψε ολοσχερώς κτίρια σπάνιας αρχιτεκτονικής αξίας στο κέντρο της πόλης, καταστήματα, εκκλησίες, τζαμιά και συναγωγές και κυρίως χιλιάδες σπίτια, αφήνοντας άστεγους 72.000 κατοίκους εκ των οποίων ένα μεγάλο ποσοστό (περίπου 50.000) ήταν Εβραίοι, και προκάλεσε τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα στην πόλη που είχε ήδη επιβαρυνθεί από τη συγκέντρωση προσφύγων που προέρχονταν από τις κοντινές εμπόλεμες ζώνες και την υπό Βουλγαρική διοίκηση Θράκη. Παρ’ ότι η καταστροφή ήταν μεγάλη, θύματα δεν υπήρξαν. Στη θέση των κτηρίων αυτών οικοδομήθηκε η νέα πόλη, με βάση σχέδιο που εκπόνησε ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ερνέστ Εμπράρ. Αν και το σχέδιο του δεν υλοποιήθηκε πλήρως, το μεγαλύτερο μέρος του κέντρου της Θεσσαλονίκης, όπως είναι σήμερα, βασίζεται σε ένα Γαλλικό Σχέδιο.
Μικρασιατική Καταστροφή
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το έτος 1922, αλλά και την περίοδο 1923-1924 στα πλαίσια της Ελληνοτουρκικής Ανταλλαγής Πληθυσμών που συμφωνήθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης, εγκαταστάθηκαν στην πόλη πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Το 1928 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 47,8% του πληθυσμού ενώ οι «γηγενείς», χριστιανοί και Εβραίοι το 36,1% και οι μετανάστες από διάφορα μέρη της Ελλάδας το 16,1%. Η εισροή προσφύγων ήταν τόσο έντονη ώστε επέβαλε την ίδρυση νέων, αποκλειστικά προσφυγικών συνοικιών και οικισμών, όπως η Νεάπολη, η Καλαμαριά, η Τούμπα και οι Σαράντα Εκκλησιές ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης συμπεριλήφθηκε στους “ανταλλάξιμους” που υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία.[122]
Μεσοπόλεμος
Το 1925 με ενέργειες του Αλέξανδρου Παπαναστασίου ιδρύεται στην πόλη Πανεπιστήμιο το οποίο αργότερα (1954) μετονομάστηκε σε Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης προς τιμήν του φιλόσοφου Αριστοτέλη και σήμερα αποτελεί το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ελλάδας. Στις 3 Οκτωβρίου του 1926 εγκαινιάστηκε η πρώτη Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης.
9 Μαΐου 1936: Η μητέρα του Τάσου Τούση θρηνεί τον γιο της, τον πρώτο νεκρό της αιματηρής καταστολής της διαδήλωσης των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης.
Σε όλο το διάστημα του μεσοπόλεμου οι κοινωνικές ζυμώσεις που προκλήθηκαν από τη δραστηριοποίηση μεγάλου αριθμού προσφύγων εργατών αλλά και τη δυναμικότητα των Εβραίων εργατών, έδωσαν μεγάλη ώθηση στα ήδη ανεπτυγμένα εργατικά κινήματα της πόλης. Ήδη από το 1908 είχε ιδρυθεί με αρχηγό τον Αβραάμ Μπεναρόγια η σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν, που πρωτοστάτησε στην οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος και μετέπειτα στη δημιουργία του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ. Στην αρχή της δεκαετίας του 1930 και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, στη Θεσσαλονίκη ήταν συνεχείς οι διαδηλώσεις και απεργίες ομάδων εργατών όπως των καπνεργατών, των τροχιοδρομικών κ.ά. Οι εργατικές κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν στην πόλη τον Μάιο του 1936, με τη μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών, που πνίγηκε στο αίμα από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά δώδεκα νεκρούς ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης (9 Μαΐου 1936) ενώ οι τραυματίες ήταν άνω των 280. Η φωτογραφία που απαθανάτισε τη μητέρα του Τάσου Τούση να τον θρηνεί μόνη στο μέσον του δρόμου, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατία, δημοσιεύθηκε στον Τύπο και αποτέλεσε την έμπνευση του Γιάννη Ρίτσου για τη συγγραφή της συλλογής του Ο Επιτάφιος.[123][124][125][126]
11.7.1942: η συγκέντρωση των Εβραίων στην πλατεία Ελευθερίας.
Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν και αρκετές εθνικιστικές/αντισιωνιστικές οργανώσεις ως αντίδραση στην πολυπληθή παρουσία των Εβραίων εργατών, με διάφορα προβλήματα, με κυριότερο τον εμπρησμό του Κάμπελ, μιας εβραϊκής φτωχογειτονιάς της Καλαμαριάς, στις 29 Ιουνίου 1931.[127][128]
Κατοχή και Εθνική Αντίσταση
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 9 Απριλίου 1941 η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε από τις Ναζιστικές δυνάμεις. Οι Εβραίοι περιορίστηκαν στην κοινότητα Χιρς, οι περιουσίες τους δημεύτηκαν και μοιράστηκαν μεταξύ Γερμανών αξιωματικών και Ελλήνων συνεργατών τους. Τελικά, ολόκληρος ο Εβραϊκός πληθυσμός της πόλης οδηγήθηκε στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς ΙΙ Μπίρκεναου και του Μπέργκεν-Μπέλζεν. Περίπου 46.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης εξοντώθηκαν εκείνη την περίοδο. Στις 15 Μαΐου 1941, ένα μήνα μετά την κατάληψη της χώρας από τους κατακτητές, ιδρύεται στη μικρασιατική προσφυγική συνοικία της Επταλόφου η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα, η “Ελευθερία”, με την ομώνυμη εφημερίδα της και το πρώτο παράνομο τυπογραφείο της πόλης στην ίδια συνοικία.[129] Εκτελέσεις Ελλήνων επί κατοχής λάμβαναν χώρα συστηματικά στις θέσεις Ντουντουλάρ (Διαβατά), στο αεροδρόμιο Σέδες και κυρίως στο Στρατόπεδο «Παύλος Μελάς», στο Επταπύργιο και στο Κόκκινο Σπίτι στο νταμάρι.[130]
Στις 11 Μαΐου 1944 εκτελούνται από τους Ναζί οκτώ αντιστασιακοί νέοι 20-30 ετών, στην περιοχή Καΐστρι μεταξύ Επταλόφου και Ξηροκρήνης. Οι εκτελεσθέντες Έλληνες αντιστασιακοί της Ξηροκρήνης ήταν ο Γιώργος Ζαφειριού (Φρίγκου) 26 ετών, ο Κώστας Ζαφειριού (Φρίγκου) 24 ετών, ο Ζαφείρης Ζαφειριού (Φρίγκου) 20 ετών, ο Μιχάλης Λεωντσίνης 26 ετών, ο Χρήστος Λεωντσίνης 20 ετών, ο Κώστας Ξεπαπαδάκης 20 ετών, ο Αναστάσιος Απταλίδης 30 ετών και ο Ανδρέας Χοροζάκης 20 ετών.[131][132] Η απελευθέρωση της πόλης επήλθε στις 30 Οκτωβρίου του 1944.[133][134]
Δεύτερο μισό 20ού αιώνα έως σήμερα
Οι γραμμές του τράμ, Οδός Αγίου Μηνά, Θεσσαλονίκη.
Το 1954 ο υπουργός Δημοσίων Έργων Κ. Καραμανλής ξήλωσε τις γραμμές του Τραμ Θεσσαλονίκης και κατάργησε τη γραμμή τραμ Ντεπώ-Τσιμισκή. Το τραμ λειτουργούσε από το 1893 ως ιππήλατο και από το 1908 ηλεκτροκίνητο. Το 1957 ο Κ. Καραμανλής, ως Πρωθυπουργός πλέον, κατάργησε και το υπόλοιπο δίκτυο τραμ και στη θέση του ίδρυσε τον μονοπωλιακό ιδιωτικό Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης.[135][136]
Από το 1959 αρχίζει η επιχωμάτωση της νότιας ακτογραμμής και η καταστροφή των μικρών φυσικών κολπίσκων της περιοχής με ενέργειες του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η επιχωμάτωση έγινε από τον Λευκό Πύργο μέχρι το ύψος τους οδού 25ης Μαρτίου.[137]
Στις 27 Μαΐου 1963 ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ιατρός, αθλητής και πολιτικός δολοφονήθηκε από παρακρατικούς προκαλώντας διεθνή κατακραυγή για τις αυταρχικές πρακτικές της κυβέρνησης Καραμανλή που εξέθρεψαν τον ανεξέλεγκτο παρακρατικό μηχανισμό στην Ελλάδα με αποκορύφωμα τη δολοφονία στη Θεσσαλονίκη.[138] Η υπόθεση Λαμπράκη αναζωογόνησε τον Ανένδοτο Αγώνα του Γεωργίου Παπανδρέου και έπαιξε τον πιο σημαντικό ίσως ρόλο στην πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή τον ίδιο χρόνο.[139][140]
Δικτατορία και Αντιδικτατορικό Μέτωπο
Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας έλαβαν χώρα πολλές διώξεις, βασανιστήρια και δολοφονίες αντιστασιακών. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1967 ο Γιάννης Χαλκίδης (στέλεχος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη των Αμπελοκήπων και της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς και μέλος της αντιστασιακής-αντιδικτατορικής οργάνωσης Πατριωτικό Μέτωπο) δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τον ασφαλίτη της χωροφυλακής Αντώνη Λεπενιώτη με δύο σφαίρες στην πλάτη σχεδόν εξ επαφής.[141][142][143][144] Στις 9 Μαΐου 1968 δολοφονήθηκε – μετά από βασανιστήρια – από όργανα της ασφάλειας ο Γιώργος Τσαρουχάς (τέως βουλευτή, στελέχους του Κ.Κ.Ε. και επικεφαλής της οργάνωσης Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ) Θεσσαλονίκης). Ο βασανισμός και η δολοφονία έγινε στο κτίριο της ΚΥΠ (Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών). Το κτίριο της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης είχε μετατραπεί σε χώρο ανακρίσεων και βασανιστηρίων πολλών αντιφρονούντων πολιτών όπως η Ασπασία Καρρά και ο Αργύρης Μπάρας αλλά και αντιφρονούντων στρατιωτών. Ως μέσα βασανισμού χρησιμοποιούνταν η μαστίγωση με συρμάτινα μαστίγια, η φάλαγγα, οι εικονικές εκτελέσεις, τα χτυπήματα με σιδεροσωλήνες και ξύλινες ράβδους, το ηλεκτροσόκ κ.ά.[145][145][146][146][147][148][149][150]
Την παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1971, ο φοιτητής της Οδοντιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νίκος Ρουκουνάκης αυτοπυρπολήθηκε στην πανεπιστημιούπολη Θεσσαλονίκης και έχασε τη ζωή του, ως έσχατη διαμαρτυρία κατά της Χούντας. Στις 24 Μαρτίου 1973 ο φοιτητής της στρατιωτικής σχολής Θεσσαλονίκης Γεώργιος Παπαγιάννης ρίφθηκε από ταράτσα πολυκατοικίας από αγνώστους και σκοτώθηκε ενώ οι δικτατορικές αρχές το παρουσίασαν ως αυτοκτονία.[145][146][149][150][151][151]
Στις 17 Νοεμβρίου 1973 κορυφώθηκαν οι ενέργειες κατάληψης του Πολυτεχνείου του Α.Π.Θ. με λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού στα υπόγεια του κτιρίου. Ακολούθως άρχισε και η πολιορκία του χώρου από την ασφάλεια που συνοδεύτηκε μετά με την εμφάνιση στρατιωτών και τεθωρακισμένων τανκς μπροστά στην πύλη του Πολυτεχνείου. Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας έλαβε χώρα η εκκένωση του Πολυτεχνείου με τη σύλληψη 250 προσώπων που μεταφέρθηκαν στην ασφάλεια, εκ των οποίων 14 φοιτητές και εργάτες, μετά από βασανιστήρια, κλείσθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές Θεσσαλονίκης.[152]
1978 έως σήμερα
Εργοτάξιο του Μετρό Θεσσαλονίκης.
Στις 20 Ιουνίου 1978, ένας μεγάλος σεισμός επέφερε συνολικά 49 θανάτους και υλικές ζημιές ύψους 1,2 δισ. ευρώ, οι οποίες όμως αποκαταστάθηκαν σύντομα. 220 άνθρωποι τραυματίστηκαν. Ο εν λόγω σεισμός υπήρξε ο πρώτος που έπληξε μεγάλο αστικό κέντρο στην Ελλάδα.[153]
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης – Cedefop, ένας από τους αποκεντρωμένους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εγκαταστάθηκε το 1995 στη Θεσσαλονίκη με αποστολή την ανάπτυξη και υλοποίηση ευρωπαϊκών πολιτικών για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση.[154]
Το έτος 1997 η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε την Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και το 2014 την Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα Νεολαίας.[155][156]
Κατά την περίοδο 26 – 28 Οκτωβρίου του 2012 η πόλη γιόρτασε την επέτειο των 100 χρόνων από την απελευθέρωσή της. Το 2017 κατά τους εορτασμούς έλαβε χώρα η έλευση του ιστορικού Θωρηκτού Αβέρωφ στο λιμάνι της πόλης.[157]
Προσωπικότητες
6ος αιώνας π.Χ. – 13ος αιώνας
Αιώνας
14ος – 19ος αιώνας
Αιώνας
20ός – 21ος αιώνας
Αιώνας
Γεωγραφία
Δορυφορική άποψη του Θερμαϊκού κόλπου και της ευρύτερης περιφέρειας της Θεσσαλονίκης.
Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της περιφερειακής ενότητας Θεσσαλονίκης, στον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, απέναντι από τον Όλυμπο. Είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στις πλαγιές του Κέδρινου λόφου και περιβάλλεται στα ανατολικά από το δάσος του Σέιχ Σου.
Το όρος Χορτιάτης, όπως φαίνεται από τον Λευκό Πύργο.
Ο Λευκός Πύργος και η Παραλία.
Νοτιοανατολικά της πόλης υψώνεται το όρος Χορτιάτης, φυσική οχύρωση και πηγή μέρους του νερού που χρησιμοποιείται για την ύδρευσή της. Βορειοδυτικά απλώνεται η πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, που συμπληρώνει τις ανάγκες της Θεσσαλονίκης σε ύδρευση. Βόρεια της πόλης υψώνεται το όρος Σιβρί που χωρίζεται από τον Χορτιάτη με το πέρασμα του Δερβενίου. Η πεδιάδα ευνόησε την οικονομική ανάπτυξη της πόλης και της γύρω περιοχής, καθώς σχηματίστηκε σταδιακά από τις προσχώσεις των ποταμών που διαρρέουν τον νομό κι έτσι είναι ιδιαίτερα εύφορη.
Στην ακτογραμμή έναντι της πόλης εκβάλλουν τέσσερις ποταμοί, ο Αξιός, ο Λουδίας, ο Εχέδωρος και ο Αλιάκμονας. Οι ποταμοί αποτέλεσαν και φυσικά υδάτινα κωλύματα σε προσπάθειες προσέγγισης της πόλης από τα δυτικά· η διάβαση του Γαλλικού ποταμού από τα ελληνικά στρατεύματα, το 1912, οριστικοποίησε την άνευ όρων παράδοση των Οθωμανών. Το Δέλτα του Αξιού αποτελεί υγροβιότοπο 22.000 στρεμμάτων ιδιαίτερης σημασίας, που προστατεύεται από τη Σύμβαση Ραμσάρ.
Η θέση της πόλης στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης, η ύπαρξη του λιμανιού της ως φυσικής πύλης της περιοχής αυτής προς τη θάλασσα αλλά και η φυσική οχύρωσή της καθιστούν τη Θεσσαλονίκη αφενός σημαντικό στρατηγικό σημείο, αφετέρου εμπορικό, συγκοινωνιακό και πολιτισμικό σταυροδρόμι από την αρχαιότητα έως και τα σημερινά χρόνια.
Κλίμα
Το κλίμα της Θεσσαλονίκης είναι ψυχρό ημίξηρο (BSk) μεταβατικό προς το θερμό ημίξηρο (BSh) με μεσογειακές επιρροές. Γενικότερα πάντως, η Θεσσαλονίκη απολαμβάνει αρκετές ηλιόλουστες μέρες κατά τη διάρκεια του έτους. Λόγω της θέσης της, η Θεσσαλονίκη καταγράφει κάτω από 450 χιλιοστά βροχής τον χρόνο, καθώς η Πίνδος σταματάει τους υγρούς δυτικούς ανέμους, από το να περάσουν στην ανατολική Ελλάδα. Μάλιστα, ο μετεωρολογικός σταθμός της ΔΕΘ από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών είναι ο βορειότερος σταθμός στην Ευρώπη και τον κόσμο με θερμό ημίξηρο κλίμα (BSh).[158] [159]
Η υψηλότερη και η χαμηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί είναι 44,0 °C και -14,2 °C. Οι χειμώνες είναι ήπιοι έως κρύοι και βροχεροί με τη μέση ημερήσια θερμοκρασία να κυμαίνεται στο κέντρο της πόλης στους 8 °C τον Ιανουάριο (δες πίνακα). Χιόνι πέφτει σχεδόν κάθε χειμώνα, ωστόσο συνήθως λιώνει μέσα σε λίγες μέρες. Εξαίρεση αποτελούν οι ιστορικοί χιονιάδες που έχουν χτυπήσει την πόλη το 1968, το 1988, το 2001, το 2017 και το 2019. Την άνοιξη οι θερμοκρασίες είναι ακόμα χαμηλές τον Μάρτιο και αρχές Απριλίου, με τα χιόνια να είναι πιθανά μέχρι τα μέσα Μαρτίου (εξαίρεση αποτελεί ο Απρίλιος του 2003 και του 1987, που το χιόνι έφτασε τα 10 εκατοστά, ακόμα και μέσα στην πόλη). Ωστόσο από τον Μάιο, οι θερμοκρασίες αρχίζουν και ανεβαίνουν γρήγορα. Τα καλοκαίρια είναι ζεστά και ξηρά, με τη μέση θερμοκρασία τον Αύγουστο να είναι στο κέντρο της πόλης σχεδόν 28 °C (δες πίνακα), ενώ κατά τη διάρκεια καυσώνων μπορεί να ξεπεράσει τους 40 °C. Το φθινόπωρο είναι δροσερό και βροχερό. Οι θερμοκρασίες είναι ακόμα σε υψηλά επίπεδα μέχρι και τις αρχές Οκτωβρίου, ενώ από τα μέσα του μήνα οι πρώτες κρύες μέρες κάνουν την εμφάνισή τους. Οι βροχές είναι αρκετές, ιδιαίτερα τον Νοέμβριο.
Η περιοχή της Θεσσαλονίκης κατέχει έναν υψηλό χλωριδικό πλούτο αναλογικά με την έκτασή της, αφού στην ευρύτερη αστική και περιαστική περοχή της έχουν καταγραφεί 1012 φυτικά taxa.[166] Στο κέντρο της πόλης συναντάμε αρκετά είδη στην περιοχή των Τειχών, της Ακρόπολης και στην Αρχαία Αγορά, ενώ μεγάλο αριθμό ειδών φιλοξενεί επίσης το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου. Μεταξύ αυτών, τα πιο κοινά είδη είναι η Μολόχα η άγρια (Malva sylvestris), η Παπαρούνα (Papaver rhoeas),[167] το Περδικάκι (Parietaria judaica), ο Υοσκύαμος ο λευκός (Hyoscyamus albus), τo Σκαρολάχανο (Mercurialis annua), η Τσουκνίδα (Urtica pilulifera).[168][169][170] Το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου αποτελεί κατά το μεγαλύτερο μέρος, τεχνητό πευκοδάσος Τραχείας πεύκης (Pinus brutia), καθώς και άλλων ειδών που φυτεύτηκαν κατά τη δεκαετία του 1930, όπως Κυπαρίσσια, Χαλέπιος πεύκη, Μελικουκιές, Πικροδάφνες και Δεντρολίβανο. Επίσης, υπάρχουν μικρότερης έκτασης περιοχές όπου επικρατούν αυτοφυή δενδρώδη και θαμνώδη είδη, όπως το Πουρνάρι (Quercus coccifera), η Λαδανιά, το Φιλλίκι, ο Ράμνος (Rhamnus alaternus), η Συκιά (Ficus carica), το Παλιούρι (Paliurus spina christi).[171]
Πανίδα
Έντομα
Μια από τις πιο εντυπωσιακές πεταλούδες αρκετά κοινή σε πολλές περιοχές της πόλης, με μια μακριά προβοσκίδα να αιωρείται στον αέρα και να κινείται ταχύτατα από το ένα λουλούδι στο άλλο είναι το δαμαλάκι (Macroglossum stellatarum).[172]
Αμφίβια-Ερπετά
Στην περιοχή του Σέιχ Σου έχουν καταγραφεί επτά είδη αμφιβίων (έξι είδη βατράχου και ένα είδος τρίτωνα) και 25 είδη ερπετών (έξι είδη χελώνας, οχτώ είδη σαύρας και 11 είδη φιδιών).[173] Κάποια από τα πιο γνωστά είναι το Σαμιαμίδι (Mediodactylus kotschyi), η Γραικοχελώνα (Testudo graeca), η Πρασινόσαυρα (Lacerta viridis), ο Λαφιάτης (Elaphe quatuorlineata), το Νερόφιδο (Natrix natrix), η Σαΐτα (Platyceps najadum) και η Οχιά (Vipera ammodytes).[174]
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το είδος Laudakia stellio με κοινή ονομασία Κροκοδειλάκι, το οποίο μάλλον έχει εισαχθεί στη Θεσσαλονίκη κατά τα βυζαντινή περίοδο και μπορεί κάποιος να τα συναντήσει να λιάζεται πάνω σε βράχους στο δάσος του Σέιχ Σου[173][175]. Ενδιαφέρον επίσης αμφίβιο του Σέιχ Σου είναι ο κοινός τρίτωνας (Lissotriton vulgaris).[173]
Πτηνά
Μαυροπελαργός (Ciconia nigra) πάνω από το Επταπύργιο
Η Θεσσαλονίκη, λόγω της γειτονίασής της με το Εθνικό Πάρκο στο Δέλτα του Αξιού καθώς και τη μικρή απόσταση από το Εθνικό Πάρκο των Λιμνών Κορώνειας και Βόλβης διαθέτει μια σημαντική ορνιθοπανίδα. Συγκεκριμένα, έχουν καταγραφεί περίπου 140 είδη πτηνών, από τα οποία μάλιστα περισσότερα από 40 είδη φωλιάζουν.[176] Στο κέντρο της πόλης, στην Πλατεία Αρχαίας Αγοράς, τα πιο κοινά είδη αποτελούν τα Περιστέρια (Columba livia), Σπουργίτια (Passer domesticus), Δεκαοχτούρες (Streptopelia decaocto),[177] Κουρούνες (Corvus cornix), ενώ το φθινόπωρο χειμώνα συναντάς καλόγερους (Parus major), σπίνους (Fringilla coelebs), κοτσύφια (Turdus merula), λευκοσουσουράδες (Motacilla cinerea) και σταχτοσουσουράδες (Motacilla cinerea).[178] Στο πάρκο του ΑΠΘ απαντούν τα τρία είδη κεφαλάδων: Κοκκινοκεφαλάς, Γαϊδουροκεφαλάς και Αετομάχος,[179] στην Άνω Πόλη και στο Επταπύργιο φωλιάζουν Κάργιες (Corvus monedula), Ψαρόνια (Sturnus vulgaris), Τσαλαπετεινοί (Upupa epops), ενώ έχει επίσης σημειωθεί η παρουσία του σπάνιου Μαυροπελαργού (Ciconia nigra).[180] Χαρακτηριστική επίσης είναι η μικρή αποικία από Χαβαρόνια (Corvus frugilegus frugilegus) στην πλατεία Αρχαίας Αγοράς.[181] Στην παραλία της πόλης συναντώνται πολύ συχνά ο Καστανοκέφαλος γλάρος και ο Ασημόγλαρος (Larus michahellis), το Σκουφοβουτηχτάρι, Κορμοράνοι, η Σουσουράδα, ενώ στην άκρη της αποβάθρας, συναντώνται η Λιβαδοκελάδα (Anthus pratensis) ή ο θηλυκός Καρβουνιάρης (Phoenicurus ochruros).[179] Οι Μαυροσταχτάρες (Apus apus) και οι Ωχροσταχτάρες (Apus pallidus) πετούν ακατάπαυστα στον ουρανό της Θεσσαλονίκης από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο και φωλιάζουν τόσο σε ορισμένες πολυκατοικίες στο κέντρο της πόλης, όσο και στην Άνω Πόλη.[182][183] Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει αρκετά κοινή επίσης η παρουσία του Δακτυλιοειδή πράσινου παπαγάλου (Psittacula krameri), ξενικό είδος με καταγωγή από την Ασία που μάλλον έχει ξεφύγει και έχει δημιουργήσει αποικίες σε πολλά πάρκα της πόλης.[176][184][185][186][187]
Πληθυσμός
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ο πληθυσμός της πόλης εξελίχθηκε ως εξής:
Έτος Σύνολο πληθυσμού Εβραίοι Τούρκοι (μωαμεθανοί) Έλληνες Βούλγαροι Ρομά Άλλες εθνότητες
1890[188] 118.000 55.000 26.000 16.000 10.000 2.500 8.500
1904[189] 129.796 45.000 28.620 52.761 2.115 1.300
γύρω στα 1913[190] 157.889 61.439 45.889 39.956 6.263 2.721 1.621
Το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την Απογραφή του 2011, έχει μόνιμο πληθυσμό 788.952 κατοίκους. Ο Νομός Θεσσαλονίκης, για τον οποίο υπάρχουν ασφαλή στατιστικά στοιχεία, έχει πληθυσμό 1.110.312 κατοίκους. Συγκεντρώνει ποσοστό 9,4% του πληθυσμού της χώρας με τάση αύξησης, αφού είχε το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό φυσικής αύξησης του πληθυσμού το 1997 και το 1998, μετά τους νομούς Δωδεκανήσου, Ξάνθης και Ηρακλείου (υπεροχή γεννήσεων/1.000 κατοίκους: 2,9), και υψηλή αναλογία μαθητών Δημοτικού ανά 1.000 κατοίκους (66 έναντι μέσου Ελλάδας 61). Παράγει το 9,9% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας, το 2,16% της συνολικής μεταποιητικής παραγωγής και τα 2/3 του προϊόντος του προέρχονται από τις υπηρεσίες. Με κατά κεφαλή προϊόν 3,8 εκ. δρχ. (3ος στην κατάταξη με 105% του μέσου όρου της Ελλάδος), η θέση του ως προς το μέσο της χώρας σε διάστημα μιας 10ετίας έμεινε σχεδόν σταθερή.[191]
Η εξέλιξη του πληθυσμού του Δήμου Θεσσαλονίκης (χωρίς την Τριανδρία) έχει ως εξής:
Απογραφή[192] Πληθυσμός
1940 215.788
1951 217.049
1961 250.920
1971 345.799
1981 406.413
1991 412.160
2001 385.406
2011 315.196
2021 317.778
Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2021 ο μόνιμος πληθυσμός του Δήμου Θεσσαλονίκης ανέρχεται σε 317.778 κατοίκους από 325.182 με την απογραφή του 2011 (μείωση περίπου 2,3%). Από αυτούς οι 145.087 είναι άνδρες από 148.470 με την απογραφή του 2011 (μείωση περίπου 2,3%) και 172.691 γυναίκες από 176.712 με την απογραφή του 2011 (μείωση περίπου 2,3%).[5]
Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης
Κύριο λήμμα: Πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης
Οι Δήμοι του Π.Σ. Θεσσαλονίκης
Η “Πόλη της Θεσσαλονίκης” περιλαμβάνει έξι Δήμους και μία Δημοτική Ενότητα (από τον Δήμο Πυλαίας – Χορτιάτη), που αποτελούν το Πολεοδομικό Συγκρότημα της Θεσσαλονίκης (ΠΣΘ), πληθυσμού 857.097 κατοίκων, σύμφωνα με στοιχεία της Απογραφής του 2021.
Οι δήμοι του ΠΣΘ είναι οι εξής:
Δήμος Έδρα Δημοτικές ενότητες Πληθυσμός
Δήμος Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη Θεσσαλονίκη, Τριανδρία 319.045
Δήμος Αμπελοκήπων – Μενεμένης Αμπελόκηποι Αμπελόκηποι, Μενεμένη 50.143
Δήμος Κορδελιού-Ευόσμου Εύοσμος Ελευθέριο – Κορδελιό, Εύοσμος 105.352
Δήμος Καλαμαριάς Καλαμαριά Καλαμαριά 92.248
Δήμος Νεάπολης-Συκεών Συκιές Άγιος Παύλος, Νεάπολη, Πεύκα, Συκιές 80.888
Δήμος Παύλου Μελά Σταυρούπολη Νέα Ευκαρπία, Πολίχνη, Σταυρούπολη 100.194
Δήμος Πυλαίας-Χορτιάτη Πανόραμα Πυλαία, Χορτιάτης, Ασβεστοχώρι, Εξοχή, Φίλυρο, Πανόραμα 72.384
Μαζί με ορισμένους ακόμα δήμους, το ΠΣΘ εμπεριέχεται στη μητροπολιτική περιοχή της Θεσσαλονίκης, ο συνολικός πληθυσμός της οποίας ανέρχεται σε 1.012.297 κατοίκους, σύμφωνα με την Ελληνική απογραφή 2011.
Συνοικίες Δήμου Θεσσαλονίκης
Ιστορικό Κέντρο
Αεροφωτογραφία του κέντρου της Θεσσαλονίκης με τα σημαντικότερα σημεία του.
1. Λευκός Πύργος
2. Πλατεία Αριστοτέλους
3. Επιβατικό Λιμάνι
4. Ρωμαϊκή Αγορά
5. Επταπύργιο (Ακρόπολη)
6. Ροτόντα
7. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
8. Διεθνής Έκθεση
9. Καυτανζόγλειο Στάδιο
10. Αρχαιολογικό Μουσείο
Duration: 49 δευτερόλεπτα.0:49
Κωδωνοκρουσίες του Ναού Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης.
Κεντρική Αγορά.
Άποψη του ναού της Παναγίας Χαλκέων από ψηλά.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει ένα αρκετά εκτεταμένο κέντρο, στο οποίο συγκεντρώνονται τα περισσότερα καταστήματα, δημόσιες υπηρεσίες, αξιοθέατα και χώροι αναψυχής. Η έκτασή του μπορεί να οριστεί βορειοδυτικά από την Πλατεία Δημοκρατίας (γνωστή και ως Πλατεία Βαρδαρίου) που παραδοσιακά αποτελεί το κέντρο της πόλης και την αρχή χιλιομέτρησης αποστάσεων για τη Θεσσαλονίκη[193]. Νοτιοανατολικά ορίζεται από την Πανεπιστημιούπολη, το Γ΄ Σώμα Στρατού και το Νέο Δημαρχείο, νοτιοδυτικά από την παραλιακή Λεωφόρο Νίκης και βορειοανατολικά από την οδό Αγίου Δημητρίου. Το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης διαχωρίζεται στις συνοικίες: Βαρδάρης, Λαδάδικα, Άνω Λαδάδικα, Φράγκων, Καπάνι, Αριστοτέλους, Διαγώνιος, Ναυαρίνου, Ροτόντα, Αγία Σοφία, Πλατεία Αρχαίας Αγοράς, Ιπποδρόμιο, Λευκός Πύργος.
Κεντρικές οδικές αρτηρίες είναι οι: Τσιμισκή, Εγνατία, Νίκης, Λαγκαδά, Μοναστηρίου, Αγίου Δημητρίου, Δωδεκανήσου, Εθνικής Αμύνης, Παύλου Μελά, Διοικητηρίου (Καραολή και Δημητρίου), Ιασωνίδου, Παλαιών Πατρών Γερμανού, Βενιζέλου, Ίωνος Δραγούμη, Ερμού και Αλεξάνδρου Σβώλου.
Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα υπήρξε σημαντική επέκταση του κέντρου της Θεσσαλονίκης στις εκατέρωθεν πλευρές ΒΔ και ΝΑ. Ενώ παλαιότερα η κεντρική αγορά της πόλης βρισκόταν στην περιοχή του Βαρδαρίου και εκτεινόταν έως το Καπάνι (Αγορά Βλάλη) σήμερα εκτείνεται από την περιοχή του Νέου Σιδηροδρομικού Σταθμού έως την πλατεία της Χ.Α.Ν.Θ.
Άνω Πόλη
Κύριο λήμμα: Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης
Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης.
Άποψη της Άνω Πόλης.
Η βραδινή όψη της Θεσσαλονικης από τα Κάστρα.
Η Μονή Βαλτάδων
Η περιοχή της Άνω Πόλης που διασώθηκε από την πυρκαγιά του 1917 και τη δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός, βρίσκεται στο βορειότερο και υψηλότερο τμήμα της παλιάς πόλης. Ο παραδοσιακός οικισμός αρχίζει από τη βόρεια πλευρά της οδού Ολυμπιάδος φτάνοντας βόρεια ως τα τείχη της Ακρόπολης και δυτικά και ανατολικά ως τα αντίστοιχα Βυζαντινά Τείχη, που σώζονται σχεδόν ολόκληρα στην περιοχή. Η περιοχή της Άνω Πόλης διαχωρίζεται στις συνοικίες: Τσινάρι, Βλατάδων, Ταξιάρχες, Κουλέ Καφέ, Πορτάρα, Κάστρα, Επταπύργιο (Ακρόπολη) Διοικητήριο. Ως περιοχή ταυτίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της με την 3η και μέρος της 2ης Κοινότητας του Δήμου Θεσσαλονίκης έχοντας όριο την οδό Αγίου Δημητρίου που διαχωρίζει την Άνω με την Κάτω Πόλη.
Παρόλο ότι η περιοχή δεν ερευνήθηκε με αρχαιολογικές ανασκαφές, είναι σχεδόν βέβαιο ότι στην ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή δεν κατοικήθηκε, τουλάχιστον συστηματικά. Γειτονιές με κατοικίες δημιουργήθηκαν με την τουρκοκρατία, για να πυκνοκατοικηθεί η περιοχή στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά την άφιξη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Στην περιοχή αυτή βρίσκονται σημαντικά μνημεία της Θεσσαλονίκης όπως τα Τείχη με τη βυζαντινή Ακρόπολη στο Επταπύργιο, ο Πύργος της Αλύσεως (Τριγωνίου), ο Ναός του Οσίου Δαβίδ (Μονή Λατόμου), ο Ναός Αγίου Νικολάου του Ορφανού, ο Ναός των Ταξιαρχών, η Μονή Βλατάδων, ο Ναός της Αγίας Αικατερίνης, ο Ναός του Προφήτη Ηλία, η Παναγία Χαλκέων, η οποία βρίσκεται κοντά στην Αρχαία Αγορά, στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Χαλκέων, περιοχή όπου παλαιότερα είχαν τα καταστήματά τους οι χαλκουργοί, το βυζαντινό λουτρό στην πλατεία Κρίσπου στο Κουλέ Καφέ, το Αλατζά Ιμαρέτ της οδού Κασσάνδρου, ο οθωμανικός τουρμπές Μουσά Μπαμπά στην πλατεία Τερψιθέας, η κρήνη Τσινάρι κ.ά.
Πέρα όμως από τα μνημεία αυτά, στην περιοχή της Άνω Πόλης διασώζεται σε πολλά τμήματα ο παλιός παραδοσιακός πολεοδομικός ιστός της πόλης με τους στενούς λιθόστρωτους δρόμους, τα αδιέξοδα, τα μικρά ξέφωτα και τις πλατείες και προπαντός με τα μοναδικά σε λιτότητα, λειτουργικότητα και κομψότητα κτίσματα της μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής με τις χαρακτηριστικές προεξοχές (σαχνισί, το “ηλιακό” των βυζαντινών) και τους στεγασμένους εξώστες (“χαγιάτια”), αλλά και σπίτια οθωμανικών αρχιτεκτονικών επιρροών. Εξαίρετο δείγμα της οικιστικής ενότητας της Άνω Πόλης, αποτελούν τα Καστρόπληκτα σπίτια δηλαδή που κτίστηκαν την περίοδο των πληθυσμιακών μετακινήσεων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα (Μικρασιατική Καταστροφή και ανταλλαγή πληθυσμών), από Μικρασιάτες πρόσφυγες. Τα σπίτια αυτά εφάπτονται των βυζαντινών τειχών και καταδεικνύουν την ταχεία, πρόχειρη και ραγδαία εγκατάσταση προσφύγων στην πόλη, οι οποίοι, λόγω έλλειψης χώρου έχτισαν δίπλα στα τείχη μικρά ισόγεια σπίτια με σκοπό τη στεγαστική τους εξασφάλιση.[194]
Ξηροκρήνη
Κύριο λήμμα: Ξηροκρήνη (Θεσσαλονίκης)
Η συνοικία Ξηροκρήνη του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Η Ξηροκρήνη πήρε το όνομα της από την ομώνυμη συνοικία της Κωνσταντινούπολης, καθώς πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία αποτέλεσαν τους πρώτους οικιστές της περιοχής μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923-1924.
Η περιοχή αποτελούσε σημαντικό λατρευτικό κέντρο κατά την πρωτοχριστιανική και Βυζαντινή περίοδο και μέχρι πρόσφατα έχουν ανασκαφεί τρεις παλαιοχριστιανικοί ναοί οι οποίοι πιθανόν συνδέονται με το μαρτύριο και τη μνήμη του αγίου Νέστορα ή των τριών αδελφών μαρτύρων Αγάπης, Ειρήνης και Χιονίας που επίσης μαρτύρησαν εκεί.
Σήμερα, διασώζεται η Βυζαντινή κρήνη της Ξηροκρήνης, τα θεμέλια της Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής Ξηροκρήνης ενώ υπάρχουν άλση και πάρκα όπως το Άλσος Αγίας Παρασκευής με τον ιστορικό Ναό της Αγίας Παρασκευής Ξηροκρήνης που κτίσθηκε το 1897, η Πλατεία Αλεξάνδρου Γαλοπούλου κ.ά.
Επίσης, στην περιοχή υπάρχει και το άγαλμα του Γεωργίου Σαϊνόβιτς-Ιβάνοφ, που βρίσκεται στην οδό Λαγκαδά με Αγίου Δημητρίου. Ο Γεώργιος Ιβάνοφ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους αντιστασιακούς των Συμμάχων ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα.
Άλλες συνοικίες Δήμου Θεσσαλονίκης
Στον Δήμο Θεσσαλονίκης πέραν του ιστορικού κέντρου, της Άνω Πόλης και της Ξηροκρήνης, περιλαμβάνονται οι συνοικίες: Βαρδάρης, Πύλη Αξιού, Δόξα, Σαράντα Εκκλησιές, Ευαγγελίστρια, Τριανδρία, Φάληρο, Ιπποκράτειο, Ανάληψη, Χαριλάου, Ντεπώ, Άνω Τούμπα και Τούμπα.
Εντός των ορίων του Δήμου Θεσσαλονίκης βρίσκεται ο Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός, το εμπορικό και επιβατικό Λιμάνι της πόλης, ο Παλαιός Σιδηροδρομικός Σταθμός Θεσσαλονίκης, το κεντρικό κτιριακό συγκρότημα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας στο οποίο είναι ενταγμένα τα κτίρια της παλιάς εταιρείας Φωταερίου του 1888 καθώς και το υπό ανέγερση Μουσείο Ολοκαυτώματος Ελλάδος.[195][196] Στην περιοχή του Παλαιού Σταθμού δημιουργήθηκε Πάρκο Μνήμης με ελαιώνα που αποτελείται από 200 και πλέον αιωνόβιες ελιές.[197] Στην παλαιά συνοικία των Εξοχών, διατηρούνται πολλά αρχοντικά, κτισμένα στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Στην περιοχή βρίσκονται ο Οικισμός Ουζιέλ, το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, οι Μύλοι Αλλατίνη και το Ποσειδώνιο Κολυμβητήριο. Στην περιοχή του λιμανιού βρίσκονται πολλές ξενοδοχειακές μονάδες και αρκετά παλαιά διατηρητέα βιομηχανικά κτίσματα όπως ο Μύλος (διατηρητέος πενταόροφος αλευρόμυλος του 1924), το ΦΙΞ και η Βίλκα, τα οποία σήμερα λειτουργούν ανακαινισμένα ως πολυχώροι πολιτισμού, τo κεντρικό αντλιοστάσιο της πόλης, κτίσμα του 1894, το οποίο αποκαταστάθηκε και λειτουργεί ως Μουσείο Ύδρευσης[198] καθώς και το διατηρητέο μεγάλο πέτρινο βυρσοδεψείο του 1913 επί της οδού 26ης Οκτωβρίου το οποίο λειτουργεί ως ξενοδοχείο.[199]
Δήμοι Πολεοδομικού Συγκροτήματος
Χρυσό στεφάνι μυρτιάς από κιβωτιόσχημο τάφο του τελευταίου τετάρτου του 4ου αι. π.Χ. που βρέθηκε στη Σταυρούπολη και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο.
Το Επταπύργιο και η περιοχή των Συκεών.
Ηλιοβασίλεμα στο Καραμπουρνάκι.
Γύρω από τον κεντρικό Δήμο Θεσσαλονίκης βρίσκονται οι άλλοι Δήμοι του Πολεοδομικού Συγκροτήματος στους οποίους ανήκουν η συνοικίες: Αμπελόκηποι, Ελευθέριο – Κορδελιό, Μενεμένη, Εύοσμος, Ηλιούπολη, Σταυρούπολη, Νικόπολη, Νεάπολη, Πολίχνη, Μετέωρα, Άγιος Παύλος, Ευαγγελίστρια και Συκιές.
Η είσοδος στο κέντρο της Θεσσαλονίκης γίνεται μέσω της Νέας Δυτικής Εισόδου και των οδών Μοναστηρίου και Λαγκαδά, συνδεόμενη με τον αυτοκινητόδρομο ΑΘΕ και την Εγνατία Οδό.
Στην περιοχή των Λαχανόκηπων βρίσκονται ο Σταθμός Υπεραστικών Λεωφορείων (ΚΤΕΛ Μακεδονία), ο μικρός Σιδηροδρομικός Σταθμός Διαλογής του 1894 που λειτουργεί σήμερα ως Σιδηροδρομικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Στη Σταυρούπολη βρίσκεται Μονή Λαζαριστών η οποία είναι χτισμένη το 1886 από τους μοναχούς του τάγματος του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, ευρέως γνωστοί ως Λαζαριστές, από την έδρα του τάγματός τους στην εκκλησία Σεν Λαζάρ (Saint Lazare) του Παρισιού. Οι Λαζαριστές που πρωτοεμφανίστηκαν στην Ελλάδα περί το τέλος του 18ου – αρχές 19ου αιώνα είχαν ως κύριο στόχο, εκτός από τη φροντίδα και περίθαλψη των φτωχών, τη μόρφωση των κληρικών και την εξάπλωση του καθολικισμού. Σήμερα οι κτιριακές εγκαταστάσεις της Μονής αποκατεστημένες, στεγάζουν δυο θεατρικές σκηνές του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και την έδρα της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, λειτουργεί και η Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Κ.Θ.Β.Ε. Κάθε καλοκαίρι στο αίθριο της Μονής Λαζαριστών πραγματοποιούνται συναυλίες και παραστάσεις στο πλαίσιο του «Φεστιβάλ της Μονής Λαζαριστών».
Στη βορειοδυτική Θεσσαλονίκη βρίσκονται και άλλες πολιτιστικές υποδομές όπως το ανοικτό θέατρο Συκεών Μάνος Κατράκης, το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού Νεάπολης, το ανοικτό και το κλειστό δημοτικό θέατρο Νεάπολης αλλά και το Νέο Πολιτιστικό Κέντρο Μενεμένης, με Θέατρο και θερινό Κινηματογράφο, έργο των βραβευμένων αρχιτεκτόνων Πρόδρομου Νικηφορίδη και Bernard Cuomo (οδός Έλλης Αλεξίου)[200] κ.ά. Ο Βοτανικός Κήπος Σταυρούπολης επί της οδού Περικλέους περιλαμβάνει 1.000 είδη φυτών και αποτελεί μια όαση πρασίνου 5 στρεμμάτων. Το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Κορδελιού σχεδιάστηκε το 1997 και αποτελεί ένα από τα λίγα δημόσια βιοκλιματικά κτίρια της Θεσσαλονίκης.[201]
Στα βορειοδυτικά της πόλης έχουν ανεγερθεί μνημεία προς τιμήν των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, καθώς σε αυτές της περιοχές παρουσίασαν τη σημαντικότερη δράση από όλη τη Θεσσαλονίκη: το μνημείο Εθνικής Αντίστασης Συκεών – Επταπυργίου, το μνημείο Αντιστασιακών Σταυρούπολης, το μνημείο Εθνικής Αντίστασης Επταλόφου, το Μνημείο οκτώ εκτελεσθέντων Αντιστασιακών νέων 11ης Μαΐου – Καΐστριο Πεδίο Αμπελοκήπων, το Άγαλμα αγωνιζόμενης Μάνας του Λαού στην πλατεία Επταλόφου. Στην Επτάλοφο άλλωστε, στις 15 Μαΐου 1941, ένα μήνα μετά την κατάληψη της χώρας από τους κατακτητές, ιδρύεται η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα, η “Ελευθερία”, με την ομώνυμη εφημερίδα της και το πρώτο παράνομο τυπογραφείο της πόλης της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή της Επταλόφου.[131][202]
Σημαντικό μνημείο αποτελούν και τα Συμμαχικά Κοιμητήρια (Κοιμητήρια Ζέιτενλικ), στη Λεωφόρο Μίκη Θεοδωράκη, όπου έχουν ενταφιαστεί 20.500 στρατιώτες από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Πυλαία στην αρχαιότητα ονομαζόταν Στρέψα. Μετά την οθωμανική κατάκτηση ονομάστηκε Καπουτζήδα, από τους “Καπουτζήδες” (τούρκικα: kapıcı), τους εργαζόμενους δηλαδή των τειχών της πόλης. Με την επέκταση της πόλης ενώθηκε σταδιακά με το πολεοδομικό συγκρότημα.[203]
Οι συνοικίες Νέα Κρήνη και Αρετσού του Δήμου Καλαμαριάς αποτελούν το νοτιότερο παραθαλάσσιο τμήμα του Πολεοδομικού Συγκροτήματος. Στην άλλοτε υποβαθμισμένη και βαλτώδη περιοχή της Καλαμαριάς εγκαταστάθηκαν κατά κύματα προσφυγικοί πληθυσμοί, αρχικά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μετέπειτα με την ανταλλαγή πληθυσμών. Στην Καλαμαριά βρισκόταν η ιστορική εβραϊκή συνοικία Κάμπελ, όπου έλαβε χώρα το Πογκρόμ του Κάμπελ, δηλαδή βιαιοπραγίες και εμπρησμός της συνοικίας από ακραία εθνικιστικά στοιχεία με αποκορύφωμα το βράδυ της 29ης Ιουνίου του 1931.[128][204][205] Σήμερα η Περιοχή Κάμπελ λέγεται Βότση. Άλλες συνοικίες του Δήμου Καλαμαριάς περιλαμβάνουν το Καραμπουρνάκι, τον Άγιο Ιωάννη, το Βυζάντιο, τον Φοίνικα και την Κηφισιά.
Προάστια
Το ΠΣΘ και τα προάστια.
Προάστια θεωρούνται οι παρακάτω Δήμοι και περιοχές, συνολικού πληθυσμού 223.106 κατοίκων, κατά την Απογραφή του 2011:
Δήμος Έδρα Δημοτικές ενότητες Πληθυσμός
Δήμος Πυλαίας-Χορτιάτη* Πανόραμα Πανόραμα, Χορτιάτης 35.485*
Δήμος Δέλτα Σίνδος Αξιός, Εχέδωρος, Χαλάστρα 45.839
Δήμος Θερμαϊκού Περαία Επανομή, Θερμαϊκός, Νέα Μηχανιώνα 50.264
Δήμος Θέρμης Θέρμη Βασιλικά, Θέρμη, Μίκρα 53.201
Δήμος Ωραιοκάστρου Ωραιόκαστρο Καλλιθέα, Μυγδονία, Ωραιόκαστρο 38.317
Στον Δήμο Πυλαίας-Χορτιάτη ως προάστια θεωρούνται οι Δημοτικές Ενότητες Χορτιάτη και Πανοράματος, οι οποίες δεν περιελήφθησαν στον ανωτέρω Πίνακα πληθυσμών του Π.Σ.Θ. Ο πληθυσμός του δήμου, βάσει της απογραφής του 2021 ανέρχεται σε 72.384 κατοίκους.
Το 2004, η απογραφή της Eurostat για των “Ευρύτερων Αστικών Περιοχών” (αγγλικά: Larger Urban Zones – LUZ), σε μια προσπάθεια εναρμόνισης των ορισμών της αστικοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και σε χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπολόγισε 995.766 κατοίκους για τη Θεσσαλονίκη.
Μνημεία
Η Θεσσαλονίκη απαριθμεί μνημεία[206] από όλο το φάσμα του ιστορικού χρόνου, με πλειάδα αρχαίων, ελληνιστικών, ρωμαϊκών, πρωτοχριστιανικών και βυζαντινών. Ένα πολύ γνωστό μνημείο και σύμβολο της Θεσσαλονίκης είναι ο Λευκός Πύργος. Άλλα σημαντικά μνημεία είναι η ρωμαϊκή Αγορά (φόρουμ), η Αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα) και το μαυσωλείο του (Ροτόντα-Άγιος Γεώργιος), η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, τα τείχη της και πλήθος άλλων βυζαντινών εκκλησιών, όπως η Αγία Σοφία, οι Άγιοι Δώδεκα Απόστολοι, η Παναγία Χαλκέων, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός και η Αχειροποίητος. Ακόμη στην Άνω Πόλη δεσπόζει η Μονή Βλατάδων ή Βλαταίων πολύ κοντά στα τείχη του Επταπυργίου και είναι το μοναδικό βυζαντινό μοναστήρι της πόλης που εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Αρχαιότητα
Μακεδονικοί Τάφοι
Ο Μακεδονικός Tάφος του Μαιευτηρίου (3ος μ.Χ.), στην οδό Παπαναστασίου και Επικούρου.
Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης βρέθηκαν μακεδονικοί τάφοι που προβάλλουν τον πλούτο και την καλλιτεχνική αίσθηση των κατοίκων της πόλης στα ελληνιστικά χρόνια.
Ο Μακεδονικός Τάφος στο Δερβένι (αρχαία Λητή), είναι πλήρως αποκατεστημένος και επισκέψιμος.[207] Ένας αρχαίος δρόμος μήκους 15 μέτρων οδηγεί στον διθάλαμο μακεδονικό τάφο με τη μνημειακή ιωνική πρόσοψη. Το ταφικό μνημείο της Θεσσαλονίκης (τέλος 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.) ταυτισμένο με την αρχαία Λητή, μία από τις σπουδαιότερες πόλεις του μακεδονικού βασιλείου. Μετά τις εργασίες αποκατάστασης που διήρκεσαν τέσσερα χρόνια, είναι επισκέψιμο. Αρχαιολογικά ευρήματα αξίας ανασκάφηκαν στη συγκεκριμένη τοποθεσία της νεκρόπολης, συμπεριλαμβανομένων του παπύρου του Δερβενίου και του κρατήρα του Δερβενίου που φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης.[208][209] Ακόμη στην ίδια περιοχή ήλθαν στο φως έξι κιβωτιόσχημοι τάφοι, ένας λακκοειδής και ένας μονοθάλαμος μακεδονικού τύπου. Η αποκάλυψη των πλούσια κτερισμένων αυτών τάφων, άμεσα συσχετιζόμενων με την αρχαία μυγδονική πόλη της Λητής, αποτέλεσε σταθμό για την αρχαιολογική έρευνα της αρχαίας Μακεδονίας και εμπλούτισε τις γνώσεις για τα εργαστήρια τορευτικής στον μακεδονικό χώρο. Στην ίδια θέση, το 1997, ανασκάφηκε ένας διθάλαμος μακεδονικός τάφος (συμβατικά τάφος ΙΙΙ), κτισμένος σε όρυγμα, λαξευμένο στον φυσικό βράχο. Ο τάφος είναι επισκέψιμος. Μεταξύ των μακεδονικών τάφων Γ και ΙΙΙ τον Φεβρουάριο του 1986 αποκαλύφθηκε ένας λαξευτός μονοθάλαμος καμαροσκεπής τάφος.[207]
Επίσης ο μακεδονικός τάφος του Φοίνικα, δίπλα στο νοσοκομείο Άγιος Παύλος είναι επισκέψιμος και καλά διατηρημένος. Εξωτερικά επισκέψιμος είναι ο μακεδονικός Tάφος του Μαιευτηρίου (3ος μ.Χ.), στην οδό Παπαναστασίου και Επικούρου, ορατός σε διαμορφωμένη πλατεία.[210] Άλλοι τρεις μακεδονικοί διασώθηκαν σε υπόγεια πολυκατοικιών, στις περιοχές Νεάπολης, Χαριλάου, πλατεία Σιντριβανίου και οδού Μοναστηρίου.[211][212]
Ρωμαϊκή περίοδος
Ρωμαϊκή Αγορά
Μία από της Μαγεμένες.
Άποψη της ρωμαϊκής αγοράς.
Η κολυμβήθρα του Βαπτιστηρίου του Αγίου Ιωάννη (πρώτοι μ.Χ. αιώνες).
Μνημειακό Κρηναίο οικοδόμημα οδού Εγνατία (4ος μ.Χ. αιώνας).
Η ρωμαϊκή Αγορά (φόρουμ) είναι έργο του 2ου-3ου αιώνα μ.Χ., και η στοά της ήταν διπλή, με κίονες που είχαν ανάγλυφες παραστάσεις (σήμερα φυλάσσονται στο Λούβρο). Σήμερα διοργανώνονται εκθέσεις εντός της Κρυπτής Στοάς. Αξιόλογα είναι η πλατεία, τα λουτρά και το ωδείο, που χρησιμοποιείται ως θερινό θέατρο. Επίσης υπήρχε νομισματοκοπείο και βιβλιοθήκη. Στην αγορά υπήρχε μια συστοιχία κιόνων που αποτελούνταν από οκτώ ειδώλεια. Τα αγάλματα αυτά ήταν της Μαινάδας, του Διονύσου, της Αριάδνης, της Λήδας, του Γανυμήδη, του Διόσκουρου, της Αύρας και της Νίκης και ήταν γνωστά στους Θεσσαλονικείς ως οι “Μαγεμένες” (las incantadas στα ισπανοεβραϊκά) οι οποίες μεταφέρθηκαν στο μουσείο του Λούβρου το 1864 από τον Γάλλο παλαιογράφο Εμμανουέλ Μιλέρ, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Γαλεριανό συγκρότημα
Το Γαλεριανό συγκρότημα συναποτελείται από τέσσερα μνημεία.
Η Ροτόντα, το Πάνθεον της Θεσσαλονίκης είναι κυκλικό κτήριο, με διάμετρο γύρω στα 24μ. Καλύπτεται από ημισφαιρικό τρούλο και κτίστηκε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. για να χρησιμοποιηθεί ως ναός ή μαυσωλείο του Γαλέριου. Επί Αυτοκράτορα Θεοδόσιου μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Σήμερα χρησιμοποιείται ως μουσειακός χώρος. Τελευταία οι έρευνες που έχουν γίνει έχουν αποδείξει ότι η Ροτόντα κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Η Αψίδα του Γαλερίου χτίστηκε λίγο πριν από το 305 μ.Χ. και λέγεται επίσης Καμάρα. Δίπλα στο σωζόμενο τόξο υπήρχε ένα ακόμα ίδιο, στο σημείο όπου η θριαμβευτική πομπή από τα ανάκτορα συναντούσε τον πλέον πολυσύχναστο δρόμο στη Θεσσαλονίκη. Στα ανάγλυφα απεικονίζεται η νίκη των Ρωμαίων επί των Περσών.
Τα Ανάκτορα του Γαλέριου κτίστηκαν επίσης στις αρχές του 4ου αιώνα στο κέντρο της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης. Σήμερα σώζεται κτιριακό συγκρότημα με δύο ορόφους και με τετράγωνη ανοικτή αυλή. Το Οκτάγωνο βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική άκρη των ανακτόρων του Γαλέριου. Το μεγάλο κτήριο κοσμείται από ορθομαρμαρώσεις και ψηφιδωτά δάπεδα, όπου ίσως βρισκόταν η αίθουσα του θρόνου. Επίσης από το συγκρότημα των Ρωμαϊκών Ανακτόρων σώζονται κι η Αψιδωτή Αίθουσα που είχε τη χρήση διεξαγωγής συμποσίων, αλλά κι η μισή Βασιλική που ήταν η επίσημη αίθουσα ακροάσεων του αυτοκράτορα.
Ο Ιππόδρομος βρισκόταν δίπλα στα ανατολικά τείχη της πόλης (σημερινή Πλατεία Ιπποδρoμίου). Είχε μήκος 500 μέτρα και πλάτος 125. Λειτουργούσε μέχρι και τον 7ο αιώνα μ.Χ. Σ’ αυτόν έγινε η σφαγή 7.000 Θεσσαλονικέων το 390 μ.Χ. μετά από εντολή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου. Σήμερα, η Πλατεία Ιπποδρομίου διασώζει το όνομα αλλά παραπέμπει και με το μακρόστενο σχήμα της στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης του οποίου σώζονται ελάχιστα τμήματα, διατηρημένα στα υπόγεια των παρακείμενων πολυκατοικιών.
Ναός Αφροδίτης
Ο υστεροαρχαϊκός ναός της Αφροδίτης είχε αρχικά κτισθεί στην περιοχή της σημερινής Νέας Μηχανιώνας αλλά στους πρώιμους αυτοκρατορικούς χρόνους μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στην περιοχή των ιερών (σήμερα περιοχή Διοικητηρίου). Για τον λόγο αυτό οι αρχαιολόγοι τον κατέταξαν στην κατηγορία των περιπλανώμενων ναών ενώ εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο ναός χρησιμοποιήθηκε ως ναός αυτοκρατορικής λατρείας. Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ναού είναι ορατά στην Πλατεία Αντιγονιδών (στη διασταύρωση των οδών Κρυστάλλη και Διοικητηρίου ή αλλιώς Καραολή και Δημητρίου) ενώ πολλά ιωνικά αρχιτεκτονικά μέλη του εκτείθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.[213]
Άλλα μνημεία
Η Στήλη των Όφεων στο αρχικό τμήμα της οδού Αγίου Δημητρίου
Το Μνημειακό Κρηναίο οικοδόμημα οδού Εγνατία (4ος μ.Χ. αιώνας)[214]
Ο Ρωμαϊκός Ιππόδρομος Θεσσαλονίκης κτίσθηκε στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. και σήμερα τμήματά του σώζονται επισκέψιμα στο υπόγειο του Ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ιπποδρομίου και σε άλλα σημεία.
Βυζαντινή Θεσσαλονίκη
Τα βυζαντινά τείχη και οι πύργοι τους
Οχυρωματικά έργα
Η περίφημη Pax Romana του Καίσαρα Αύγουστου είχε καταστήσει τα τείχη της Θεσσαλονίκης περιττά κι έτσι, μέχρι τα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα, έχουν πια ερειπωθεί. Με τον θάνατο του Μάρκου Αυρήλιου η Ρωμαϊκή Ειρήνη εκπνέει και η απειλή των Γότθων επιβάλλει την εκ νέου οχύρωση της πόλης, κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Τότε, οικοδομείται βιαστικά ένα μονό τείχος, πλάτους 1,65 μ., με τετράγωνους πύργους, που αποτελεί τη βάση τού μέχρι και τώρα διατηρηθέντος οχυρωματικού έργου. Το νότιο τείχος έφτανε έως και την σημερινή οδό Τσιμισκή. Έκτοτε, οι διαρκείς εχθρικές επιδρομές καθιστούν επιβεβλημένη την συνεχή ενίσχυση των τειχών ανά τους αιώνες, χωρίς ωστόσο να αλλάξει το αρχικό περίγραμμα, ενσωματώνοντας μάλιστα το πιο χαμηλό ρωμαϊκό οικοδόμημα ως εσωτερική αντηρίδα. Πρώτος ο Μ. Κωνσταντίνος (306-337) -παράλληλα με την επέκταση και την διαπλάτυνση του λιμανιού- συντηρεί τα υπάρχοντα τείχη, ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός (361-363) τα επισκευάζει μαζί με όλα τα οχυρά της Μακεδονίας, ενώ σημαντικές παρεμβάσεις έγιναν και από τον Θεοδόσιο τον Μεγάλο, στα τέλη του 4ου αιώνα. Έκτοτε επισκευάστηκαν πολλές φορές για να αντέξουν στις βαρβαρικές επιδρομές.[215]
Σήμερα από τα Βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης σώζεται όλο το μήκος των δυτικών τειχών και της Άνω Πόλης καθώς και κατάλοιπα των ανατολικών τειχών. Εφαπτόμενος των τειχών είναι ο Πύργος της Αλύσεως ή Πύργος του Τριγωνίου, κυκλικός πύργος του 15ου αι., στη σημερινή οδό Επταπυργίου. Επίσης, κατά μήκος των τειχών συναντώνται και άλλοι πύργοι όπως ο Πύργος του Αναγλύφου του 9ου αιώνα[216], ο Πύργος του Ανδρόνικου Λαπαρδά στα βόρεια, ο Πύργος του Μανουήλ που κατασκευάστηκε εκ βάθρων από τον Γεώργιο Απόκαυκο κατ’ εντολήν του Δεσπότη Μανουήλ τον 14ο αιώνα, ο Πύργος του Ορμίσδα του 5ου μ.Χ. και ο Πύργος του Κλαυδιανού στην κατασκευή του οποίου αναγνωρίζονται δύο κατασκευαστικές περίοδοι, μία ρωμαϊκή, των μέσων του 3ου μ.Χ. αιώνα και μία πρωτοβυζαντινή (4ος-5ος μ. Χ.). Το παραλιακό τμήμα των τειχών κατεδαφίστηκε την περίοδο 1869-73 σε μια προσπάθεια οικονομικής, εμπορικής και ρυμοτομικής ανάπτυξης της πόλης.[217] Το Επταπύργιο (ή Γεντί Κουλέ), αποτελεί τη βυζαντινή οχυρωμένη ακρόπολη της Θεσσαλονίκης και είναι ένα συγκρότημα από επτά πύργους που χρονολογείται από τον 4ο αιώνα. Στο κτιριακό συγκρότημα περιλαμβάνεται το βυζαντινό φρούριο και οι νεότερες προσθήκες των φυλακών, που καταργήθηκαν το 1984 και μεταφέρθηκαν το 1989.
Βυζαντινοί ναοί και μονές
Χάρτης με τα μνημεία του ιστορικού κέντρου.
Το εσωτερικό της Βασιλικής της Αχειροποιήτου (5ος αιώνας).
Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
ΧάρτηςWikimedia | © OpenStreetMap
Χώρα μέλος Ελλάδα Ελλάδα
Τύπος Πολιτισμικό
Κριτήρια i, ii, iv
Ταυτότητα 456
Περιοχή Ευρώπη και Βόρειος Αμερική
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή 1988 (12η συνεδρίαση)
Οι βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλονίκης αποτελούν σημαντικό δείγμα της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής και τέχνης των πρώιμων χριστιανικών χρόνων και της Βυζαντινής Περιόδου. Ο πιο αντιπροσωπευτικός είναι ο Ναός του Αγίου Δημητρίου, που κτίστηκε τον 7ο αιώνα στα ερείπια παλαιότερου ναού. Καταστράφηκε από πυρκαγιά, αναστηλώθηκε και επαναλειτούργησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης, στη νοτιοανατολική γωνία της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου του 11ου αιώνα με τοιχογραφίες του 1303 που αποδίδονται στον Μανουήλ Πανσέληνο.[218] Άλλοι παλαιοχριστιανικοί και βυζαντινοί ναοί της πόλης είναι:
Η Παναγία Αχειροποίητος είναι τρίκλιτη βασιλική που χτίστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα. Διαθέτει τοιχογραφίες του 13ου αιώνα.
Ο Όσιος Δαβίδ, που βρίσκεται στην Άνω Πόλη και χρονολογείται από τον 5ο αιώνα. Παλιά ήταν καθολικό της Μονής Λατόμου. Διαθέτει τοιχογραφίες και ένα σημαντικό ψηφιδωτό που παριστάνει το όραμα του Ιεζεκιήλ.
Η Αγία Σοφία που οικοδομήθηκε τον 7ο αιώνα στη θέση παλαιότερης πεντάκλιτης βασιλικής. Ο τρούλος της διαθέτει ψηφιδωτό διάκοσμο, όπου απεικονίζεται η Θεία Ανάληψη.
Η Παναγία των Χαλκέων οικοδομήθηκε το 1028 και που είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο. Οφείλει την ονομασία της επειδή επί Τουρκοκρατίας λειτουργούσαν εκεί πολλά χαλκωματάδικα. Σώζονται τοιχογραφίες, κυρίως στη δυτική πλευρά του.
Ο Ναός του Σωτήρος οικοδομήθηκε γύρω στα 1340 ως ταφικό παρεκκλήσιο. Είναι τετράγωνος ναός με τρούλο. Διασώζονται τοιχογραφίες.
Η Αγία Αικατερίνη που χτίστηκε τον 14ου αιώνα σε ρυθμό σταυροειδούς τετρακίονου με τρούλο. Σώζονται στο εσωτερικό του ναού ίχνη τοιχογραφιών.
Οι Άγιοι Απόστολοι χρονολογείται από τις αρχές του 14ου αιώνα και αποτελούσε καθολικό μονής που ίδρυσε ο πατριάρχης Νήφων Α΄. Πρόκειται για πεντάτρουλο ναό με νάρθηκα. Στο εσωτερικό του ναού σώζονται σημαντικά ψηφιδωτά και τοιχογραφίες.
Ο Άγιος Νικόλαος Ορφανός κτίστηκε τον 14ο αιώνα ως καθολικό μονής και σώζονται τοιχογραφίες σε καλή κατάσταση. Στα ΒΑ του ναού σώζεται το αγίασμα της Αγίας Ζώνης, όπου υπάρχει πηγή που αναβλύζει από το πολύχρωμο βράχο με σταλακτίτες και δημιουργεί μία μικρή λιμνούλα.[219][220]
Ο Άγιος Παντελεήμων του 14ου αιώνα, που αποτελούσε παλιότερα καθολικό μονής. Κτήτοράς του ήταν ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ισαάκ. Είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος τετρακίονος με τρούλο. Διασώζονται λίγες τοιχογραφίες.
Η Μονή Βλατάδων είναι καθολικό μονής και κτίστηκε τον 14ο αιώνα από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Δωρόθεο Βλάτη. Από τον αρχικό ναό σώζεται μόνο το ιερό και ο κυρίως ναός.
Ο ναός του Προφήτη Ηλία κτίστηκε τον 14ο αιώνα και ήταν καθολικό μονής. Διαθέτει τοιχογραφίες που δεν είναι σε καλή κατάσταση.
Ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, που βρίσκεται στην Άνω Πόλη οικοδομήθηκε στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα και ήταν καθολικό μονής. Από τον αρχικό ναό σώζεται μόνο το ανατολικό τμήμα του αρχικού κτηρίου, με την αψίδα του ιερού[221].
Εκτός των παραπάνω ναών που βρίσκονται σε χρήση στη Θεσσαλονίκη έχουν βρεθεί μετά από ανασκαφές αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και άλλων ναών όπως[222]:
Χριστιανικός ναός του πρώτου μισού του 5ου αιώνα μ.Χ., πιθανώς κοιμητηριακού χαρακτήρα σε τόπο μαρτυρίου, στη συμβολή της οδού Αγίου Δημητρίου με τη Λεωφόρο Μίκη Θεοδωράκη.
Παλαιοχριστιανική βασιλική του 6ου αιώνα μ.Χ. στην Ξηροκρήνη (εντοπίστηκε στην οδό Μαργαροπούλου 20 – πίσω από τον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό). Οι δύο αυτοί ναοί πιθανον συνδέονται με τη μνήμη του αγίου Νέστορα ή των τριών αδελφών μαρτύρων Αγάπης, Ειρήνης και Χιονίας καθώς το μαρτύριο των τεσσάρων αγίων συνδέεται με την περιοχή.
Παλαιοχριστιανικός ναός στην Πλατεία Δημοκρατίας, ο οποίος ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές του Μετρό και βρίσκεται παρυφές του δυτικού αρχαίου νεκροταφείου.
Το μνημειώδες παλαιοχριστιανικό Οκτάγωνο του Βαρδαρίου, ο μεγάλος ναός οκταγωνικής κάτοψης που σήμερα είναι ορατά κατάλοιπά του.[223]
Παλαιολόγειος Ναός και Νεκροταφείο με δεκάδες ταφές και κτερίσματα στην Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης στην οδό Στεργίου Πολυδώρου 5. Αριστουργηματικό έργο της δεύτερης δεκαετίας του 14ου αιώνα (1310-1320) του ναού αποτελεί η τοιχογραφία της Πλατυτέρας.[224][225]
Ναός στην Πλατεία Συντριβανίου, ο οποίος ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές του Μετρό και βρίσκεται παρυφές του ανατολικού νεκροταφείου.
Ναός του Αγίου Μερκουρίου ή του Αγίου Θεοδώρου, κατάλοιπα του οποίου διασώζονται στο υπόγειο του σύγχρονου ναού Αγίων Θεοδώρων και Αγίας Αναστασίας Συκεών.
Βασιλική που βρέθηκε κατά την κατασκευή της σημερινής οδού Γ’ Σεπτεμβρίου.
Βυζαντινός ναός Αγίας Κυριακής επί της οδού Εγνατία στη σημερινή Πλατεία Δημοκρατίας, ο οποίος μετατράπηκε σε τζαμί, μετά την απελευθέρωση αποδόθηκε εκ νέου στη χριστιανική λατρεία και τελικώς κάηκε στην πυρκαγιά του 1917. Στο σημείο κτίσθηκε το ξενοδοχείο Βιέννη.[226]
Πρωτοχριστιανικό βαπτιστήριο που αποτελείται από ένα εξάγωνο κτίριο με την κολυμβήθρα στο μέσον. Βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Μακένζυ Κινγκ, Ικτίνου και Παύλου Μελά[227].
Βυζαντινά λουτρά
Το μοναδικό σωζόμενο βυζαντινό λουτρό βρίσκεται στην οδό Θεοτοκοπούλου, στο Κουλέ Καφέ, στην Άνω Πόλη. Χρονολογείται στα τέλη 12ου-αρχές 13ου αιώνα και είναι στεγασμένο με τρούλο και καμάρες.
Βυζαντινά Συστήματα Ύδρευσης
Για την ύδρευση της πόλης χρησιμοποιούνταν κινστέρνες (κτιστές δεξαμενές) για τη συλλογή του πόσιμου ύδατος, οι οποίες διασώζονται σε διάφορα σημεία. Η κινστέρνα του βυζαντινού μοναστηριού των Βλατάδων αλλά και η κινστέρνα δίπλα στον Ναό των Αγίων Αποστόλων (που αποτελούσε μονή επί Βυζαντίου), διατηρούνται έως σήμερα. Επίσης κινστέρνες βρίσκονται στη συμβολή των οδών Ολυμπιάδος και Αγίας Σοφίας αλλά και στο υπόγειο σύγχρονου κτίσματος στην οδό Τσιμισκή 48, εκεί που στα βυζαντινά χρόνια υπήρχε η μονή της Παναγίας Ελεούσας[228]. Στη σημερινή περιοχή της Πολίχνης διατηρούνται πέντε βυζαντινοί νερόμυλοι, που αποτελούσαν την πιο κοινή μηχανή του Βυζαντίου και η οικονομική τους σημασία ήταν μεγάλη. Το υδρομυλικό σύστημα αναπτύχθηκε κατά μήκος του ρέματος, το οποίο πήγαζε από το όρος Χορτιάτης και κατέληγε στον Θερμαϊκό Κόλπο.[229] Η Βυζαντινή κρήνη της Ξηροκρήνης διασώζεται έως σήμερα επί της οδού Διδασκαλίσσης Βασιλικής Παπαθανασίου 42 και είναι ιστορικό διατηρητέο μνημείο προστατευόμενο από το Υπουργείο Πολιτισμού.[230][231]
Άλλα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία
Βόρεια σιγμοειδής (σίγμα) ημικυκλική πλατεία με αναβρυτήριο (συντριβάνι) στο κέντρο του (6ος αιώνας μ.Χ), καθώς και κρηναίο οικοδόμημα στη διασταύρωση του μαρμαρόστρωτου decumanus maximus (σημερινή οδός Εγνατία) με τον cardo της οδού Αγίας Σοφίας.[232][233] Η ανέγερση του κρηναίου χρονολογείται στον 4ο αιώνα, συγχρόνως με την ανακατασκευή του μαρμαρόστρωτου δρόμου decumanus. Μετασκευάστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα και παρέμεινε σε χρήση έως και μετά τον 6ο αιώνα. Η ανοικοδόμησή του μαζί με το κρηναίο της οδού Εγνατία, τρία μόλις τετράγωνα ανατολικότερα, φανερώνει ότι στο β’ μισό του 4ου αιώνα συντελείται στη Θεσσαλονίκη εκτεταμένο πρόγραμμα αστικής αναδιοργάνωσης και εξωραϊσμού στα πρότυπα της αρχαιότητας. Είναι το πέμπτο γνωστό κρηναίο στη Θεσσαλονίκη. Εκτός από την κρήνη που διατηρείται επί της οδού Εγνατία, τρία άλλα μικρότερα έχουν εντοπιστεί στο κέντρο της πόλης: το νυμφαίο σε οικόπεδο της οδού Φιλίππου 91, αυτό στο άγιασμα του Αγίου Ιωάννη, καθώς και η αρχική μορφή της μετέπειτα βυζαντινής κρήνης αγιάσματος στην κρύπτη της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου.[234][235]
Οθωμανική περίοδος
Οχυρωματικά έργα
Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης δεσπόζει ο Λευκός Πύργος, που χτίστηκε μετά την άλωση της πόλης από τους Οθωμανούς[236] (1430) και αποτελούσε μέρος της οχύρωσης της πόλης. Ο πύργος είναι κυκλικός, ύψους 37 μέτρων και έλαβε το προσωνύμιο “Πύργος του Αίματος” επειδή χρησιμοποιούνταν ως φυλάκιο για τη φρουρά και φυλακή (λειτουργούσε ως φυλακή για τους Γενίτσαρους). Σήμερα λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος και στεγάζει τη μόνιμη έκθεση που αφορά τη Θεσσαλονίκη από την εποχή της ίδρυσής της το 316/15 π.Χ. μέχρι τις μέρες μας. Άλλο οχυρωματικό έργο είναι το Φρούριο Βαρδαρίου, γνωστό ως Τοπ Χανέ, οικοδομημένο το 1546, που περιλαμβάνει πύργο της κύριας πύλης και οκταγωνικό πύργο στο νοτιοδυτικό άκρο του.[216] Βρίσκεται στην περιοχή Βαρδαρίου εκεί όπου υπήρχε επί ρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής η Πύλη Αξιού.
Οθωμανικά Τεμένη
Δύο από τα σωζόμενα μουσουλμανικά τεμένη της περιόδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι το Αλατζά Ιμαρέτ και το Αλκαζάρ, που οικοδομήθηκε το 1467 και ανοικοδομήθηκε το 1620. Το πρώτο μιμείται τη βυζαντινή αρχιτεκτονική ως προς την τοιχοδομία και έλαβε το όνομά του επειδή κοντά στο τζαμί λειτουργούσε πτωχοκομείο (ιμαρέτ). Το δεύτερο έως και τις αρχές του 21ου αι. στέγαζε διάφορα καταστήματα και κινηματογράφο και σήμερα βρίσκεται υπό εργασίες στήριξης και αποκατάστασης.
Ένα ακόμα σημαντικό μνημείο αυτής της περιόδου είναι το Γενί Τζαμί, που κτίστηκε το 1902 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι και χρησίμευε ως τόπος λατρείας για τους Εβραίους που είχαν εξισλαμιστεί, τους επονομαζόμενους ντονμέδες (Donmeh). Έχει δύο ορόφους και συμβαδίζει με την εκλεκτικιστική αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα. Μετά την απέλαση των Ντονμέδων (1924) στο κτήριο στεγάστηκε το νεοσύστατο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, έως ότου μεταφερθεί στο νέο του κτήριο στη Λεωφόρο Στρατού. Σήμερα χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος.
Τέλος, στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά σώζεται και το τζαμί του Λεμπέτ, το οποίο χτίστηκε για τους εγκλείστους μουσουλμάνους στο στρατόπεδο. Το κτίριο τη δεκαετία του 1990 στα πλαίσια της διάνοιξης της τότε οδού Λαγκαδά (Μίκη Θεοδωράκη), μεταφέρθηκε βορειότερα κατά 12 με 15 μέτρα.
Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 κατεδαφίστηκαν όλα τα μουσουλμανικά τεμένη της Θεσσαλονίκης εκτός από τα τέσσερα προαναφερθέντα (Αλκαζάρ, Γενί Τζαμί, Αλατζά Ιμαρέτ, Τζαμί του Λεμπέτ), ενώ καθαιρέθηκαν το 1925 όλοι οι μιναρέδες εκτός αυτού της Ροτόντας, ώστε να αποκατασταθεί η βυζαντινή αρχιτεκτονική των ναών.
Λουτρά
Το 1444 κτίστηκε το πρώτο οθωμανικό λουτρό στη Θεσσαλονίκη, το Μπέη Χαμάμ (Λουτρά Παράδεισος) το οποίο είναι και το μεγαλύτερο στην Ελλάδα.[237] Το κτήριο αποκαταστάθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και είναι επισκέψιμο. Άλλα σωζόμενα λουτρά της εποχής της Τουρκοκρατίας είναι τα Λουτρά Φοίνιξ στην περιοχή των Δώδεκα Αποστόλων, το Γιαχουντί Χαμάμ (Λουτρό των Εβραίων) στην περιοχή Λουλουδάδικα, αμφότερα του 16ου αιώνα, και το Γενί Χαμάμ (γνωστό και ως Αίγλη).
Μεταβυζαντινοί ναοί
Ο μεταβυζαντινός ναός της Νέας Παναγίας που κτίσθηκε το 1727.
Ο Μητροπολιτικός Ναός Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στη Θεσσαλονίκη.
Ο Άγιος Δημήτριος, πολιούχος της Θεσσαλονίκης.
Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα (και πριν την Απελευθέρωση του 1912) κτίσθηκαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης ναοί (λεγόμενοι μεταβυζαντινοί) όπως ο Άγιος Μηνάς, η Νέα Παναγία, ο Άγιος Αντώνιος, η Υπαπαντή, η Παναγούδα (Παναγία Γοργοεπήκοος), ο Άγιος Χαράλαμπος, η Αγία Παρασκευή Ξηροκρήνης, ο Άγιος Αθανάσιος, η Παναγία Λαοδηγήτρια, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Άγιος Δημήτριος τότε) και ο μεταβυζαντινός ναός του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος κτίσθηκε το 1818 στον Εύοσμο. Ακόμη την ίδια περίοδο κτίσθηκαν ναοί, που όμως δεν υφίστανται σήμερα, καθώς στη θέση τους βρίσκονται νέοι ναοί που ξανακτίστηκαν στις ίδιες θέσεις αργότερα, όπως ο Άγιος Νικόλαος της Αρχαίας Αγοράς την περίοδο 1928-1935 στην πλατεία της Αρχαίας Αγοράς (στη θέση του Αγίου Νικολάου του Τρανού που κάηκε κατά την πυρκαγιά του 1917). Σε θέσεις προϋπάρχοντων ναών κτίσθηκαν μετά το 1950: ο Άγιος Κωνσταντίνος Ιπποδρομίου, ο Άγιος Υπάτιος (στη θέση του οποίου κτίσθηκε η Παναγία Δέξια) και η Αγία Θεοδώρα.[214][238][239][240]
Άλλα μνημεία της Οθωμανικής περιόδου
Το μπεζεστένι Θεσσαλονίκης.
Η Μονή Λαζαριστών στη Σταυρούπολη.
Κύριο λήμμα: Μπεζεστένι Θεσσαλονίκης
Κύριο λήμμα: Μονή Λαζαριστών
Αξίζει να αναφερθεί στα μνημεία της περιόδου και η σκεπαστή αγορά υφασμάτων (Μπεζεστένι), (τουρκ.: bezesten), που χρονολογείται από τα τέλη του 15ου αιώνα. Είναι ένα από τα δύο σωζόμενα σήμερα μπεζεστένια στην Ελλάδα (το άλλο μπεζεστένι βρίσκεται στις Σέρρες). Το μπεζεστένι και σήμερα στεγάζει μικρά καταστήματα με υφάσματα.
Στην Άνω Πόλη (πλατεία Τερψιθέας) βρίσκεται ο Τουρμπές Μουσά Μπαμπά, ο οποίος είναι ένα οθωμανικό ταφικό μνημείο / μαυσωλείο (δηλαδή τουρμπές) και χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Το σχήμα του είναι οκταγωνικό και εκεί βρίσκεται θαμμένος ο Μουσά Μπαμπά, ένας άγιος μουσουλμάνος μπαμπά του τάγματος των Μπεκτασήδων δερβίσηδων. Η σημερινή αυλή της Τερψιθέας στο παρελθόν αποτελούσε την αυλή ενός τεκέ (μοναστηριού Μπεκτασήδων Δερβίσηδων).[241][242]
Το Νοσοκομείο “Άγιος Δημήτριος” χτίστηκε περί το 1900, πιθανώς σε σχέδια του Βιταλιάνο Ποζέλι που διέπονται από απόλυτη συμμετρία. Οι αυθεντικές αρχές είναι κλασικιστικές, ενώ χρησιμοποιούνται και αναγεννησιακά στοιχεία. Το ιστορικό κτίριο του Νοσοκομείου μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο χαρακτηρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο έργο τέχνης.[243]
Το Κτήριο εργαστηρίων της Σχολής Τεχνών & Επαγγελμάτων «Χαμιδιέ», κατασκευάστηκε το 1903 και αποτελούσε τμήμα του οθωμανικού ορφανοτροφείου «Ισλαχανέ», το οποίο ιδρύθηκε το 1874 από τη μουσουλμανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης, για ορφανά αγόρια κάθε θρησκείας. Στη Σχολή λειτουργούσε ξυλουργείο, μηχανουργείο, χυτήριο και σιδηρουργείο όπου φοιτούσαν ορφανά παιδιά. Με την απελευθέρωση της πόλης το κτήριο περιήλθε στο Δημόσιο, το οποίο από το 1920 και μετά το εκμίσθωνε σε ιδιώτες προκειμένου να στεγαστούν βιοτεχνικές χρήσεις, ανάλογες με τα αρχικά εργαστήρια που υπήρχαν στη Σχολή. Το 1992 το κτήριο χαρακτηρίστηκε από το ΥΠ.ΠΟ. ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού του.[244][245]
Στο νοτιανατολικό τμήμα της παλιάς πόλης, νότια της οδού Τσιμισκή και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα και τον Λευκό Πύργο βρίσκεται ο ναός της Νέας Παναγίας ένα κεραμοσκεπές κτίσμα που κτίσθηκε μετά το 1727.
Στη Σταυρούπολη κτίσθηκε το 1886 η Μονή Λαζαριστών, από μοναχούς του τάγματος του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, ευρέως γνωστοί ως Λαζαριστές. Η Μονή Λαζαριστών κρίθηκε ετοιμόρροπη το 1978, λόγω των καταστροφών που προκάλεσαν οι σεισμοί και εγκαταλείφθηκε. Το 1980 το κτίριο κηρύχθηκε διατηρητέο λόγω της ιστορικής αλλά και αρχιτεκτονικής του αξίας. Το 1983 αγοράστηκε από το Ελληνικό Δημόσιο για τον εορτασμό των 2300 χρόνων της Θεσσαλονίκης και χαρακτηρίστηκε ως Πολιτιστικό Κέντρο. Εντάχθηκε στο πρόγραμμα των μεγάλων έργων που πραγματοποιήθηκαν από τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης “Θεσσαλονίκη 1997”, το 1996 ξεκίνησαν οι εργασίες αναστήλωσης και προσθήκης στο αρχικό κτίσμα ενώ το συγκρότημα της Μονής Λαζαριστών αποπερατώθηκε το 1997. Σήμερα στη Μονή Λαζαριστών στεγάζεται το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης καθώς και υποδομές του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, όπως η θεατρική Σκηνή Σωκράτης Καραντινός, το Μικρό Θέατρο και η Δραματική Σχολή. Στη διαμορφωμένη πλατεία της Μονής Λαζαριστών λαμβάνει χώρα το ετήσιο Φεστιβάλ Μονής Λαζαριστών, με συναυλίες και δρώμενα κάθε καλοκαίρι.[246] Σήμερα το κτιριακό συγκρότημα στεγάζει δυο θεατρικές σκηνές του Κρατικού Θεάτρου της Βορείου Ελλάδος καθώς και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.
Άλλες πολυτελείς επαύλεις, που κτίσθηκαν πριν την Απελευθέρωση της πόλης στις αρχές του 20ού αιώνα, είναι η Βίλα Πετρίδη, η Κάζα Μπιάνκα και η Βίλα Μορντώχ που αποκαταστάθηκαν και σήμερα στεγάζουν εκθέσεις και πολιτιστικές δράσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης.[247][248][249][250][251]
Σύγχρονα μνημεία
Ο ιστορικός ανδριάντας του Χρυσοστόμου Σμύρνης, έργο του Μικρασιάτη γλύπτη Θανάση Απάρτη (1960), στην πλατεία Αγίας Σοφίας.
Η «Λουόμενη» (Νικόλας Παυλόπουλος, 1969), Πάρκο Βασιλικού Θεάτρου
Οι ομπρέλες του Ζογγολόπουλου.
Η πρώτη μεγάλη νεότερη μνημειακή αστική παρέμβαση στην πόλη έγινε μετά την πυρκαγιά του 1917. Στο πλαίσιο της αστικής ανάπλασης δημιουργήθηκε η Πλατεία Αριστοτέλους, σχεδιασμένη από τον Γάλλο αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Ερνέστ Εμπράρ με τον κύριο άξονά της κάθετο προς τη θάλασσα και στοές με νεοβυζαντινά χαρακτηριστικά.
Το πλέον αναγνωρίσιμο από τα σύγχρονα μνημεία της πόλης είναι ο Πύργος του ΟΤΕ, έργο του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Αναστασιάδη, στην είσοδο της ΔΕΘ. Κτίστηκε το 1969 για να στεγάσει το περίπτερο του ΟΤΕ. Η ΔΕΘ/Helexpo αποτελεί συγκρότημα εκθεσιακών περιπτέρων και τα κτίρια ακολουθούν τις σύγχρονες τάσεις της αρχιτεκτονικής.
Στη Νέα Παραλία βρίσκεται σε περίοπτη θέση ο ανδριάντας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος ανεγέρθηκε το 1970, στην Πλατεία Αγίας Σοφίας ο ανδριάντας του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Σμύρνης, έργο του Απάρτη, στην Πλατεία Ελευθερίας το μνημείο του Ολοκαυτώματος των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και στη Λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου το Μνημείο Θρακών Ηρώων 1821, αφιερωμένο στους Αντώνη και Δόμνα Βισβίζη.[252] Στο νοτιοανατολικό άκρο της Νέας Παραλίας κτίσθηκε το πρώτο κτήριο Μ1 του Μεγάρου Μουσικής με βυζαντινές αρχιτεκτονικές αναφορές ενώ το κτήριο Μ2 είναι σχεδιασμένο από τον Ιάπωνα αρχιτέκτονα Αράτα Ισοζάκι και αποτελεί δείγμα του μοντέρνου αρχιτεκτονικού ρεύματος. Η Νέα Παραλία έλαβε την τελική της μορφή το 1972.
Τα χαρακτηριστικότερα γλυπτά της πόλης αποτελούν το Γλυπτό ΔΕΘ στην Πλατεία Συντριβανίου και οι Ομπρέλες (1997) στη Νέα Παραλία, αμφότερα έργα του Γιώργου Ζογγολόπουλου. Επίσης, η Λουόμενη στο σιντριβάνι στην Πλατεία Βασιλικού Θεάτρου και το Αγόρι που σφυρίζει στην Πλατεία Ναυαρίνου, έργα του Νικόλαου Παυλόπουλου.[253][254]
Σημαντικά σύγχρονα αρχιτεκτονικά μνημεία χαρακτηρίζονται τα κτίρια του Α.Π.Θ. που ανήκουν στο μοντέρνο κίνημα της αρχιτεκτονικής (Πολυτεχνική Σχολή, Αίθουσα Τελετών Πολυτεχνείου, Θεολογική Σχολή, Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Κεντρική Βιβλιοθήκη, κτίριο Διοίκησης και Αίθουσα Τελετών Α.Π.Θ). Κηρυγμένα επισήμως ως διατηρητέα μνημεία νεότερης κληρονομιάς είναι τα κτίρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (1962 – του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού) και του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού (1994 – του αρχιτέκτονα Κυριάκου Κρόκου).
Ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της Θεσσαλονίκης ήταν το βιβλιοπωλείο του Μόλχο, το παλαιότερο της πόλης και το μοναδικό εκείνη την εποχή που διέθετε ξένα βιβλία και περιοδικά. Το βιβλιοπωλείο ιδρύθηκε από τον Ισαάκ Μόλχο το 1888, και στεγάστηκε σε κτίριο της οδού Σαμπρή Πασά (σημερινή Βενιζέλου). Το κτίριο καταστράφηκε στην πυρκαγιά του 1917 και μετά από κάποια χρόνια το βιβλιοπωλείο, μεταφέρθηκε στο ισόγειο, δεξιά της εισόδου, στο Μέγαρο Κόφφα.[255][256]
Ιστορικά Καφενεία-Εστιατόρια
Πριν την πυρκαγιά του 1917, στο ιστορικό κτίριο στη συμβολή της Λεωφόρου Νίκης με την Ελευθ. Βενιζέλου, υπήρχε στο ισόγειο το «Μεγάλο Καφεζυθοπωλείον Κρυστάλ» ενώ στον 1ο όροφο η λέσχη Ο Κύκλος της Σαλονίκης (Circle de Salonique). Το κτίριο υπέστη σοβαρές ζημιές από την πυρκαγιά του 1917, το ισόγειο ωστόσο συνέχισε να λειτουργεί με διάφορα καταστήματα μέχρι την κατεδάφιση του το 1928.[257]
Το εστιατόριο «Όλυμπος-Νάουσα» κατασκευάστηκε το 1926 από τον αρχιτέκτονα Ζακ Μωσσέ στη Λεωφόρο Νίκης 5. Λειτούργησε από το 1927 έως και το 1994. Το κτήριο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα εκλεκτικισμού, με αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά στοιχεία που παραπέμπουν στην μπελ επόκ και τον νεοκλασικισμό. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στη διακόσμηση της πρόσοψης, αποτελούν τα διακοσμητικά μενταγιόν με κεφαλή γυναίκας και άνδρα.[258][259]
Όσον αφορά τα ιστορικά καφενεία-ζαχαροπλαστεία από τα παλαιότερα είναι το καφεζαχαροπλαστείο “Ντορέ” που ξεκίνησε το 1908, από τον Θεσσαλονικέα Αλφρέδο Μορατόρι, στην οδό Εθνικής Αμύνης και έκλεισε με την πυρκαγιά του 1917 και ξανανοίγει λίγο αργότερα στο ίδιο σημείο σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι. Το 1933 το “Ντορέ” στεγάστηκε στην περιοχή Λευκού Πύργου και από το 1995 λειτουργεί στην οδό Τσιρογιάννη ως ζυθεστιατόριο με το όνομα “Ντορέ Ζύθος”.[260][261] Το παλαιότερο σε λειτουργία καφενείο είναι Το Καφαντάρι στην περιοχή των Δώδεκα Αποστόλων, στην αρχή της οδού Αγίου Δημητρίου. Κατασκευάστηκε το 1917 από τον Ωραιόπουλο, πολιτικό μηχανικό που κατασκεύασε πολλά ακόμα κτίρια σε όλη τη γύρω περιοχή. Αποτελούσε καφενείο και λαϊκό κέντρο διασκέδασης με ορχήστρα και μουσικά σχήματα της εποχής.
Ιστορικά Ξενοδοχεία
Ξενοδοχείο Βιέννη (Γεώργιος Καμπανέλλος 1929-1931), Εγνατία 2-4, Πλατεία Δημοκρατίας.
Ξενοδοχείο Ηλέκτρα Παλάς (Φ. Βώκος, 1962), Πλατεία Αριστοτέλους.
Ξενοδοχείο “Σπλέντιτ”: Κατασκευάστηκε το 1910 και καταστράφηκε από την πυρκαγιά του 1917. Στη θέση του, το 1922-26 κατασκευάστηκε το Ξενοδοχείο Μεντιτερανέ σε σχέδια του Μαρίνου Δελλαδέτσιμα, το οποίο έπαθε ζημιές στον σεισμό του 1978 και κατεδαφίστηκε[262].
Ξενοδοχείο “Βιέννη”, 1929-1931, Αρχιτέκτων: Γεώργιος Καμπανέλλος, Εγνατία 2-4.
Ξενοδοχείο “Kinissi Palace” (πρώην “Μοντέρν”), Αρχιτέκτων: Μ. Βασιλείου 1920 & Κ. Κοκορόπουλος-Ι. Ζαχαριάδης 1924, Εγνατία & Συγγρού.[263]
Ξενοδοχείο “Κολόμβου”, 1922, Αρχιτέκτων: Ελευθέριος Πάικος, Λέοντος Σοφού & Βαλαωρίτου.[263]
Ξενοδοχείο “Αύγουστος”, 1923, Αρχιτέκτων: Ξενοφών Παιονίδης, Σβορώνου & Πτολεμαίων.[263][264]
Ξενοδοχείο “Νέα Μητρόπολις”, 1924, Αρχιτέκτων: Ι. Δημητριάδης, Συγγρού & Πτολεμαίων.[263]
Ξενοδοχείο “Andromeda” (πρώην Κοντινεντάλ), 1929, Αρχιτέκτων: Ζακ Μωσσέ, Κομνηνών 5 & Καλαποθάκη.
Ξενοδοχείο “Εμπορικόν”, 1935, Αρχιτέκτων: Δημήτριος Βαρβέρης, Συγγρού 14 & Εγνατία.[263]
Ξενοδοχείο “Ηλέκτρα Παλάς”, 1962, Αρχιτέκτων: Φ. Βώκος, Πλατεία Αριστοτέλους.
Ξενοδοχείο “City”, 1963, Αρχιτέκτων: Γαβριήλ Βαγιανός & Αχιλλέας Μηνιάτης, Κομνηνών 11[263]
Ξενοδοχείο «Μακεδονία Παλάς» (Γραφείο Δοξιάδη, 1962-1971), Νέα Παραλία[263]
Ιστορικοί Κινηματογράφοι
Σινεμά “Ολύμπιον”, Αρχικά λειτούργησε ως Θέατρο ποικιλιών «Ολύμπια», ενώ ο κινηματογράφος κτίστηκε μετά το 1911 και ήταν η πρώτη κινηματογραφική αίθουσα στα Βαλκάνια. Βρισκόταν στην παραλιακή οδό, μεταξύ πλατείας Ελευθερίας και ξενοδοχείου “Σπλέντιτ”.[265][266]
Κινηματογράφος “Διονύσια”, Έτος κατασκευής 1925, Αρχιτέκτων: Λεονάρντο Τζενάρι, Ο κινηματογράφος με πρόσοψη αρχαίου αιγυπτιακού ναού, έκλεισε στις αρχές του 1970 και κατεδαφίσθηκε το 1973[258][266][267][268]
Κινηματογράφος “Μακεδονικόν”, Έτος κατασκευής 1930, Αρχιτέκτων: Γεώργιος Μανούσος, Δημ. Μαργαρίτη 5 και Φιλ. Εταιρείας 24.
Κινηματογράφος “Ηλύσια”, Έτος κατασκευής 1930, Αρχιτέκτων Λέανδρος Ζωίδης, Πλατεία Φαναριωτών.
Σινέ “Απόλλων”, Βασ. Γεωργίου 42, Αρχιτέκτων Πιέτρο Αρριγκόνι Θεσσαλονίκη (έχει κατεδαφιστεί).
Κινηματογράφος “Ίλιον”. Πλατεία Δημοκρατίας. Λειτούργησε από το 1926 ως “Σπλέντιτ” και από το 1936 έως 1997 ως “Ίλιον” (έχει κατεδαφιστεί).
Πολιτισμός
Μουσεία
Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, σχεδιασμένο από τον Ερνέστο Τσίλλερ.
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Στεγάζει μία από τις μεγαλύτερες συλλογές αρχαιοτήτων της Μακεδονίας, από την προϊστορική περίοδο έως τη ρωμαϊκή εποχή.
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης
Έχει τιμηθεί με το Βραβείο Μουσείου το 2005 από το Συμβούλιο της Ευρώπης και φιλοξενεί μια πλούσια συλλογή έργων και κειμηλίων βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης.
Μουσείο Λευκού Πύργου
Αποτελεί το μουσείο της πόλεως της Θεσσαλονίκης.
Μουσείο Ρωμαϊκής Αγοράς
Υπόσκαφο Μουσείο στην Αρχαία Αγορά το οποίο στεγάζει ευρήματα του χώρου.
Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης
Αποτελεί σημείο αναφοράς για τον Μακεδονικό Αγώνα και στεγάζεται στο ιστορικό κτίριο του τότε Ελληνικού Προξενείου.
Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης
Το λαογραφικό μουσείο της πόλης, με εκθέματα του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού της Βορείου Ελλάδος.
Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης
Στεγάζει μια από της σημαντικότερες συλλογές σύγχρονης τέχνης με σημαίνουσα τη συλλογή Γεώργιου Κωστάκη με έργα τέχνης της ρωσικής Αβάν-γκαρντ της δεκαετίας του ’20 και αποκτήθηκε το 1997.
Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
Το πρώτο μουσείο σύγχρονης τέχνης που ιδρύθηκε στην Ελλάδα. Καλύπτει όλους τους τομείς της σύγχρονης τέχνης, ενώ στεγάζει 2000 έργα και μια πλούσια βιβλιοθήκη.
Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης (Κάζα Μπιάνκα)
Στεγάζει συλλογές χαρακτικών, εικόνων, έργων Θεσσαλονικέων καλλιτεχνών, έργων Νεοελληνικής Τέχνης και έργων του Νικολάου Γύζη.
Αριστοτέλειο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Θεσσαλονίκης
Αποτελεί μουσείο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, βρίσκεται στην Προβλήτα Α στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης και στεγάζει τις πανεπιστημιακές συλλογές απολιθωμάτων, ορυκτών, φυτών, ζώων και εντόμων.
Μουσείο Ατατούρκ Θεσσαλονίκης
Επισκέψιμο έπειτα από συνεννόηση στο σπίτι του ιδρυτή του σύγχρονου Τουρκικού κράτους.
Κέντρο Ιστορικής Διαδρομής Εβραϊσμού Θεσσαλονίκης
Αποτελεί το μουσείο της ιστορίας και του Ολοκαυτώματος της Εβραϊκής κοινότητας της πόλης.
Μουσείο Κρύπτης Ναού Αγίου Δημητρίου
Το ανατολικό τμήμα του μεγάλου ρωμαικού λουτρού που μετατράπηκε στα παλαιοχριστιανικά χρόνια σε παρεκκλήσιο και αγίασμα.
Κέντρο Διάδοσης Επιστημών και Μουσείο Τεχνολογίας ΝΟΗΣΙΣ
Eίναι το μεγαλύτερο τεχνολογικό μουσείο της Ελλάδος, γνωστό και ως Πλανητάριο ή Νόησις.
Σιδηροδρομικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Βρίσκεται στο Ελευθέριο – Κορδελιό και περιλαμβάνει βαγόνια του Οριάν Εξπρές καθώς και πολλά ιστορικά τεμήρια της ιστορίας των σιδηροδρόμων στην Ελλάδα.
Μουσείο Ύδρευσης Θεσσαλονίκης
Στεγάζεται σε παλαιό διατηρητέο αντλιοστάσιο της Εταιρείας Ύδρευσης Θεσσαλονίκης. Σκοπός του μουσείου είναι η ενημέρωση για την ιστορία της ύδρευσης αλλά και την ορθή διαχείριση του νερού.
Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Αποτελεί μουσείο μνήμης των αγώνων των Ελλήνων στη νεότερη ιστορία με ιδιαίτερο Χώρο Μνήμης της Αντιδικτατορικής Αντίστασης.
Μουσείο Συμμαχικών Κοιμητηρίων Ζέιτενλικ
Αφιερωμένο στη δράση της Γαλλικής Συμμαχικής Στρατιάς.
Μουσείο Ολοκαυτώματος Ελλάδος
Μέσω του Μουσείου και του Συνεδριακού Κέντρου του, θα επιχειρηθεί η ανάδειξη της ιστορίας της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης που αφανίστηκε στο Ολοκαύτωμα. Επίσης θα αποτελεί κέντρο έρευνας για το Ολοκαύτωμα και εκπαιδευτικό κέντρο για την προάσπιση και την προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών
Πολυχώρος εκθέσεων και εκδηλώσεων υπό την αιγίδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Στεγάζεται σε ιστορική αποθήκη του λιμένα της πόλης και σε αυτό εκτίθενται κινηματογραφικά αντικείμενα και αναφορά στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
Φωτογραφική αποτύπωση της νεοελληνικής ιστορίας και λαογραφίας με χώρο εκθέσεων για τη σύγχρονη φωτογραφική τέχνη.
Αντιτορπιλικό Βέλος ΙΙ – Μουσείο Αντιδικτατορικού Αγώνα
Το Βέλος ΙΙ (Αντιτορπιλικό) / D-16 είναι αντιτορπιλικό του πολεμικού Ναυτικού που έλαβε ενεργά μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα, πρωτοστατώντας στο Κίνημα του Ναυτικού, που στόχο είχε την εξέγερση του λαού κατά της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου, και το οποίο το 1973, επί Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικών ασκήσεων του ΝΑΤΟ αποστάτησε και ζήτησε άσυλο στην Ιταλία. Κυβερνήτης του πλοίου ήταν ο Νικόλαος Παππάς (1929 – 2013) ο οποίος μαζί με έξι αξιωματικούς και εικοσιπέντε υπαξιωματικούς ζήτησαν πολιτικό άσυλο και παρέμειναν εκεί ως πολιτικοί εξόριστοι. Η κίνηση αυτή επέφερε πλήγμα στη Χούντα των Συνταγματαρχών. Όταν εισέβαλαν οι Τούρκοι στην Κύπρο το αντιτορπιλικό Βέλος έσπευσε να βοηθήσει στην άμυνα του νησιού. Σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο Αντιδικτατορικού Αγώνα αγκυροβολημένο στον Α’ Προβλήτα του Λιμανιού.
Μουσείο Ραδιοφωνίας Θεσσαλονίκης
Η ιστορία της Ραδιοφωνίας μέσα από αυθεντικά εκθέματα και εποπτικό υλικό.
Πολυχώρος Πολιτισμού Πρώην Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων
Το Μηχανουργείο Αξυλιθιώτη ή «Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων Χαμιδιέ», και τα χιλιάδες εργαλεία, εργαλειομηχανές και άλλα ιστορικά αντικείμενά του αποτυπώνουν τη βιομηχανική –και όχι μόνο– ιστορία της Θεσσαλονίκης στον 20ό αιώνα.
Ολυμπιακό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Γνωστό και ως Αθλητικό Μουσείο, με εκθέματα και παρουσιάσεις σχετικά με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την άθληση.
Ελληνικό Φαρμακευτικό Μουσείο
Η ιστορία της φαρμακευτικής μέσα από σπάνια αντικείμενα και κειμήλια.
Πολιτιστικά κέντρα
Υπό τη διαχείριση του Δήμου Θεσσαλονίκης βρίσκονται διάφοροι χώροι πολιτισμού όπως οι εξής:[269]
Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης
Πολιτιστικό Κέντρο Β΄ Δημοτικής Κοινότητας (Ξηροκρήνης – Σταθμού), στο κτίριο του Δήμου Θεσσαλονίκης επί της οδού Μοναστηρίου 93.
Διεθνές Κέντρο Ψηφιακού Μετασχηματισμού και Ψηφιακών Δεξιοτήτων (διατηρητέο κτίριο παλαιών σφαγείων).[270]
Βίλα Πετρίδη (αρχοντικό οδού Αναγεννήσεως).
Δημοτική Πινακοθήκη (Κάζα Μπιάνκα).
Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο.
Άλλα πολιτιστικά κέντρα είναι τα εξής:
Πολιτιστικό Κέντρο Αμπελοκήπων Καραπάντσειο.
Πολιτιστικό Κέντρο και Βιβλιοθήκη Μενεμένης.
Νέο Πολιτιστικό Κέντρο, Θέατρο και υπαίθριος Κινηματογράφος Μενεμένης, έργο των βραβευμένων αρχιτεκτόνων Πρόδρομου Νικηφορίδη και Bernard Cuomo.
Πολυλειτουργικό Κέντρο Ελευθερίου Κορδελιού – “Θέατρο Οδού Μοναστηρίου”.
Πολιτιστικό Κέντρο “Μελίνα Μερκούρη” Κορδελιού.
Πολιτιστικό Κέντρο Ευόσμου.[271]
Αρχιτεκτονική
Ο Άξονας της Αριστοτέλους, σχεδιάστηκε με βάση τα σχέδια του Ερνέστ Εμπράρ, μετά την πυρκαγιά του 1917.
Κατά το 2ο μισό του 19ου αιώνα με την κατεδάφιση του παραλιακού τείχους και την κατασκευή της προκυμαίας στη Θεσσαλονίκη έχουμε ένα πέρασμα από μια μεσαιωνική σε μια σύγχρονη πόλη. Επίσης, το 1889 με την κατεδάφιση των νοτιοανατολικών τειχών, η Θεσσαλονίκη επεκτείνεται προς τα νότια, όπου δημιουργείται η Συνοικία των Εξοχών. Στη νέα συνοικία που αναπτύσσεται με άξονα τη λεωφόρο των Εξοχών (σημερινή Λεωφόρος Βασιλίσσης Όλγας) και συνδέεται συγκοινωνιακά με ιππήλατο τραμ, κατασκευάζονται πολλές επαύλεις με μεγάλους κήπους, όπου εγκαθίστανται κάτοικοι που ανήκουν σε υψηλά κοινωνικά στρώματα, δημιουργούνται χώροι αναψυχής (Καφενείο Μοδιάνο), στεγάζονται εδώ όλα τα προξενεία και κατασκευάζονται δημόσια (Παπάφειο Ορφανοτροφείο, Μαράσλειο Λύκειο) και εκκλησιαστικά κτίρια (Ναός της Ανάληψης, Γενί Τζαμί) και νοσοκομεία (Ισραηλιτικό Νοσοκομείο Χιρς, Ιταλικό Νοσοκομείο “Βασίλισσα Μαργαρίτα”, Ρωσικό Νοσοκομείο). Κυριότεροι αρχιτέκτονες της τελευταίας φάσης του οθωμανικού εκσυγχρονισμού και της επέκτασης της πόλης προς τον νότο είναι οι Ξενοφών Παιονίδης (Παπάφειο Ορφανοτροφείο, Νοσοκομείο Άγιος Δημήτριος, Βίλα Μορντώχ), Βιταλιάνο Ποζέλι (Τράπεζα της Θεσσαλονίκης-Στοά Μαλακοπή, Διοικητήριο, Καθολική και Αρμένικη Εκκλησία, Γενί Τζαμί), Πιέτρο Αρριγκόνι (Παλαιός Σιδηροδρομικός Σταθμός, Βίλα Μεχμέτ Καπαντζή, Κάζα Μπιάνκα), Ελί Μοδιάνο (Έπαυλη Μοδιάνο, Παλιό Τελωνείο), Ερνέστος Τσίλλερ (“Ελληνικόν Γυμνάσιον” μετέπειτα “Οικοκυρική σχολή”, 1892-93,[272] Γενικό Προξενείο της Ελλάδας, το σημερινό Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, 1894), Απόστολος Γρεκός (Μαράσλειο Λύκειο) και ο εμπειροτέχνης-αρχιτέκτονας Άγγελος Σιάγας.[273][274] Αυτής της περιόδου επίσης είναι το κτήριο που στεγάζει σήμερα το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης (πρώην οικία J. Abbott, Οθωμανική Τράπεζα και ΙΚΑ Φράγκων) στην οδό Φράγκων 15,[275][276][277] η “Εμπορική Σχολή Προόδου” (σήμερα 51ο Δημοτικό Σχολείο), στην οδό Κασσάνδρου 54, κατασκευασμένη το 1905, πιθανόν από τους αρχιτέκτονες Μπαρούχ και Αμάρ, κτήριο που αρχικά κατασκευάστηκε ως ιδιωτικό σχολείο των Ντονμέδων της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα των Καπαντζή[278][279], το Μέγαρο Νάτσινα κτισμένο το 1896 στην οδό Εδέσσης 3[280] και το Μέγαρο Σουρουτζίεβιτς (1912) στο Παλιό Λιμάνι.[281]
Στις αρχές του 20ού αιώνα και ειδικά την περίοδο 1912-1922 συντελούνται ιστορικές και κρίσιμες αλλαγές με κυριότερες την απελευθέρωση της πόλης, την καταστροφική πυρκαγιά του 1917 και την εγκατάσταση μεγάλου αριθμού προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών. Σχεδόν όλο το ιστορικό κέντρο της πόλης μετά την πυρκαγιά του 1917 σχεδιάζεται εκ νέου και η πόλη χάνει την ανατολίτικη της όψη. Η ταχύτητα και η αποφασιστικότητα της Κυβέρνησης των Φιλελευθέρων και ο ορισμός επταμελούς διεθνούς επιτροπής σχεδιασμού υπό την καθοδήγηση του γάλλου πολεοδόμου και αρχιτέκτονα Ερνέστ Εμπράρ δίνουν μια ευρωπαϊκή όψη στην πόλη. Ο κύριος ευρωπαϊκού χαρακτήρα άξονας της πόλης γίνεται η Αριστοτέλους, ενώ κάθετα σ΄αυτήν δημιουργείται με έξυπνο τρόπο ένα ‘εξορθολογισμένο’ παλιό παραδοσιακό παζάρι από μικρά ισόγεια διόροφα κτίρια, νεο-βυζαντινής όψης με δίλοβα παράθυρα, γύρω από τις πλατείες Bλάλη και Bατικιώτη (Άθωνος).[282][283][284] Επίσης, τη δεκαετία 1922-1932 χτίζονται περίπου 15000 κτίρια, από τα οποία 2200 στο κέντρο της πόλης. Ένας μεγάλος αριθμός αρχιτεκτόνων και μηχανικών δραστηριοποιείται στην πόλη με πρωτοπόρους τον Γάλλο μηχανικό Ζοζέφ Πλεμπέρ (Μέγαρα: Μαλάχ, Ναχμία, “Petit Palais”, Γκατένιο-Φλωρεντίν, Ναχμία, Διοικητικά Δικαστήρια-πρώην ΔΕΛΑΣΑΛ, Ξενοδοχεία: “Tourist”, “Εξέλσιορ”),[285] τους αρχιτέκτονες της Σχολής «Ωραίων Τεχνών» της Κωνσταντινούπολης και συγκεκριμένα τους Γεώργιο Μανούσο (Κινηματογράφος Μακεδονικόν), Μαξιμιλιανό Ρούμπενς (οικία Μεϊμάρη), Αναστάσιο Μπίρδα, Αλέξανδρο Τζώνη, Λεωνίδα Παλαιολόγο, Κωνσταντίνο Γιωτόπουλο (Βοσπόριο Μέγαρο), Συμεών Μυλωνά, καθώς επίσης τους Δημήτριο Ανδρόνικο, Γεώργιο Καμπανέλλο, Αντώνιο Νικόπουλο, Σαλβατόρε Ποζέλι, Φιλήμωνα Παιονίδη, Ζακ Μωσσέ (Βοσπόριον Μέγαρον, Όλυμπος Νάουσα, Αγορά Κολόμβου, Ολύμπιον Μέγαρον, Σχολή Λέων Γκατένιο,[286] Συνοικισμός “Ουζιέλ”), Ερνστ Λέβη (Μέγαρο Στάιν, Συναγωγή Μοναστηριωτών), Δημήτριο Φυλλίζη (Μέγαρα: Μοσκώφ-Σεδένκο, Χατζηδημούλα, Κουκουμπάνη), Μαρίνο Δελλαδέτσιμα, Τρύφωνα-Τριαντάφυλλο Νάτση, Βασίλειο Βασιλειάδη, Γεώργιο Μαλάκη, Κωνσταντίνο Κοκορόπουλο, Ανδρέα Λευθεριώτη, Ευθύμιο Κοτζαμπασούλη, Ανδρέα Γεωργακόπουλο, Παύλο Καμπά, Ιωάννη Βαρουξάκη, Νίκο Παπακωνσταντινόπουλο, Λεονάρντο Τζενάρι (Μέγαρο Λόγγου, Κινηματογράφος “Διονύσια”), Αριστομένη Βάλβη (Εθνική Τράπεζα), Μιχαήλ Λυκούδη (πρώην Ιονική-Λαϊκή Τράπεζα), Αλέξανδρο Θεοδοσιάδη (Κτήριο Ερυθρού Σταυρού), Ιωάννη Δημητριάδη (Εμπορικό και Βιοτεχνικό Επιμελητήριο), Μωρίς Ματαράσσο, Αναστάσιο Ζαχαριάδη, Ελευθέριο Πάικο, Δημήτριο Καραγιαννάκη, Αλβέρτο Τζιβρέ, Αθανάσιο Γιάκα, Γεώργιο Σιάγα, Λέανδρο Ζωίδη (Κινηματογράφος “Ηλύσια”), Κωνσταντίνο Κιτσίκη, Νικόλαο Μητσάκη (Ανώτερο Παρθεναγωγείο), Νικόλαο Ζουμπουλίδη (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στην Αριστοτέλους & Ερμού), Νικόλαο Νικολαΐδη, Αντώνιο Πάππη (Μέγαρο Βαρβιτσιώτη), Ε. Μπερνασκόνι, Θωμά Παπαμιχαηλίδη, Θεμιστοκλή Σγουρό, Μιχαήλ Λαλακάκη, Δημήτριο Βαρβέρη.[258][273][284][287] Οι Ιταλοί Mario Paniconi και Giuglio Pediconi κατασκευάζουν το Ιταλικό Σχολείο ‘Umberto Primo’ (1933) στην οδό Φλέμινγκ.[288] Ο Αριστοτέλης Ζάχος αναλαμβάνει την αποκατάσταση της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, μετά την καταστροφή από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, ενώ το 1938 στο Άσυλο του Παιδιού στον χώρο του Πανεπιστημίου, κατασκευάζει τον ναό του Αγίου Στυλιανού.[289] Επίσης, στην Αρετσού στην περιοχή των Επαύλεων κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου κατασκευάζονται 30 εξοχικές κατοικίες επιφανών θεσσαλονικέων, από τις οποίες σήμερα σώζονται μόλις 6 (Έπαυλη Καρανικόλα, έργο του Αναστάσιου Μεταξά, Έπαυλη Γωγουσόπουλου, Έπαυλη Ζαχαράκη του Θ. Μπουρμπούλη).[290]
Στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη κυριαρχεί ο Πάτροκλος Καραντινός, με τον σχεδιασμό του Χημείου, της Φυσικομαθηματικής και της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καθώς και του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (1960). Στον χώρο του Πανεπιστημίου την περίοδο 1960-1974 οι Κωνσταντίνος Φινές και Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου, σχεδιάζουν τα κτίρια της Διοίκησης, της Νομικής, της Θεολογικής Σχολής και της Αίθουσας Τελετών, ενώ ο Ι. Τριανταφυλλίδης το Μετεωροσκοπείο. Οι Προκόπης Βασιλειάδης, Εμμανουήλ Βουρέκας και Σπύρος Στάικος, το 1959-1960, στην Πλατεία ΧΑΝΘ, σχεδιάζουν την Πύλη της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, ενώ εντός του χώρου της ΔΕΘ ο Αλ. Αναστασιάδης τον Πύργο του ΟΤΕ το 1969. Ακόμη, σε μικρότερο βαθμό οι Περικλής Σακελλάριος (Παλατάκι (Κυβερνείο)), Βασίλειος Κασσάνδρας (Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών), Άγγελος Σιάγας (Μητροπολιτικό Μέγαρο, 1965), Ρέννος Κουτσούρης (Ξενοδοχείο Ολύμπικ, 1958), Κωνσταντίνος Καψαμπέλης (Ναυτικός Όμιλος Θεσσαλονίκης, 1963 και το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου του Ναυτικού Ομίλου Θεσσαλονίκης που σχεδιάστηκε το 1977, αλλά κατασκευάστηκε το 1990),[291] Θύμιος Παπαγιάννης (Περίπτερο-Αναψυκτήριο στο δάσος του Σέιχ Σου),[292] Παύλος Μυλωνάς (Λέσχη Φρουράς Θεσσαλονίκης), Ο. Σιμώνης, Κ. Φιλίππου, Αθανάσιος Μπαρζούκας (Ξενοδοχεία: “Αμαλία”, “Ολύμπια”), Ν. Μουτσόπουλος, Γραφείο Δοξιάδη (Ξενοδοχείο “Μακεδονία Παλάς”, 1962-1971), Τάκης Ζενέτος, Ελισάβετ Βακαλοπούλου-Giuliano (Υποκατάστημα και Πολυϊατρείο του ΙΚΑ, 1967 στο Φρούριο του Τοπ-Χανέ στην Πύλη Αξιού), Σ. Μπονάνος και Φ. Κεφαλόπουλος (Δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, 1969 στην Πύλη Αξιού), Λ. Νάτσινας και ο Σπυρίδων Λέγγερης. Ο Π. Βασιλάκης, το Περίπτερο του ΕΟΤ το 1972-1973 στην Αρετσού.[258] Επίσης, στο Φάληρο βρίσκεται ο Ναός της Αγίας Σολομονής, κτισμένος το 1950.[293]
Στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη ξεχωρίζουν ο Κυριάκος Κρόκος με τον σχεδιασμό του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, ο Αράτα Ισοζάκι με την κατασκευή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, οι Τάσος και Δημήτρης Μπίρης, αρχιτέκτονες του Νέου Δημαρχειακού Μεγάρου Θεσσαλονίκης (2005-2010).[258][294]
Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται η αρχιτεκτονική της Άνω Πόλης, αφού παρουσιάζει πολλά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής της βαλκανικής χερσονήσου και διασώζονται σε αρκετά σημεία κατοικίες του 19ου και 20ου αιώνα, καθώς και ένα πολυδαίδαλο ρυμοτομικό σύστημα με στενούς λιθόστρωτους δρόμους, μικρές πλατείες και αδιέξοδα, χαρακτηριστικά διάρθρωσης της μεσαιωνικής πόλης.[295] Τυπικές κατοικίες παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στην Άνω Πόλη,[296] αποτελούν το κτήριο που στεγάζει σήμερα το Αρχείο Χαρτογραφικής Κληρονομιάς, στην οδό Δημητρίου Πολιορκητού 37,[297] η Οικία Βασιλειάδη του 1875 που σήμερα στεγάζει το λογιστήριο του Υπουργείου Νεότερων Μνημείων στην οδό Μουσών 47,[298] το Μέλαθρον Μπίλλη του 1898 στην οδό Μουσών 37,[298][299] το Κτήριο του ΣΑΘ στην οδό Επιμενίδου 19,[298] η Δημοτική Βιβλιοθήκη της Άνω Πόλης (1892) στην οδό Κρίσπου αρχικά κατοικία του στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης Χατζή Μπέη Καϊμακάμη και για πολλά χρόνια Λύκειο Αρρένων,[300][301] η Οικία Αλβανού βοεβόδα στη διασταύρωση Θεοφίλου και Αγίας Σοφίας,[302] το 3όροφο διατηρητέο της οδού Θεοφίλου 13, το Καρίπειον Μέλαθρον (1870-1880) στην οδό Ολυμπιάδος με Κλειούς,[303] το Κτήριο του Πολιτιστικού Οργανισμού “εν Χορδαίς” στην οδό Κλειούς 9,[304] η κατοικία της οδού Μωρέος 8 (σήμερα ξενοδοχείο) του 1885.[305]
Βιομηχανική Αρχιτεκτονική
Σημαντική επίσης είναι η βιομηχανική αρχιτεκτονική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης, με πολλά βιομηχανικά κτίρια να κατασκευάζονται από τα τέλη του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, κυρίως στο δυτικό τμήμα (παλαιά περιοχή Μπεχτσινάρι) της πόλης. Το ζυθοποιείο «ΦΙΞ» κατασκευάστηκε το 1888, αρχικά ως οινοπνευματοποιείο «Μισραχή»,[306] το κτίριο των παλιών δημοτικών σφαγείων, χτίστηκε το 1896-97,[307] το Βυρσοδεψείο Υιών Νούσια και Σία το 1907,[308] ενώ ο Μύλος Χατζηγιαννάκη γνωστός ως “Μύλος” το 1924.[309] Το παλιό Κεντρικό Αντλιοστάσιο (σήμερα Μουσείο Ύδρευσης), κατασκευάστηκε μεταξύ 1890-94 από Βέλγους τεχνικούς για λογαριασμό της τότε Οθωμανικής Εταιρείας Υδάτων (Compagnie Ottomane des Eaux de Salonique).[310] Το παλαιό εργοστάσιο φωταερίου Θεσσαλονίκης, κτίστηκε το 1888 και λειτούργησε έως το 1917. Μετά το 1948 οι εγκαταστάσεις στέγασαν χώρους της Υπηρεσίας Εγγείων Βελτιώσεων. Τα τρία παλαιά κτίρια του πρώην εργοστασίου φωταερίου χαρακτηρίστηκαν το 1994 από το Υπουργείο Πολιτισμού ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία και το 2001 παραχωρήθηκαν στην πρώην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης –σήμερα Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.[311][312] Επίσης, μεταπολεμικά, το 1956, χτίστηκε το εργοστάσιο «ΒΙΛΚΑ» της οικογένειας Μιχαηλίδη, παρήγαγε τσουβάλια και λινάτσες καννάβεως, ήταν δηλαδή, όπως δηλώνουν τα αρχικά του “Βιομηχανία Λίνου και Κανάβεως”.[313] Στην περιοχή του Αγίου Φανουρίου, στη συμβολή των οδών Ομήρου και Παπάφη ιδρύθηκε το 1926 η «Ανώνυμος Εταιρεία Βιομηχανίας Υφασμάτων ΥΦΑΝΕΤ» και οι νέες εγκαταστάσεις σχεδιάζονται από τους αρχιτέκτονες Α. Νικόπουλο και Κ. Κοκορόπουλο.[258][314] Στην ακτή του Κελλάριου όρμου κτίζονται το 1898-1900, σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι οι Μύλοι Αλατίνι,[315] ενώ το 1880 ιδρύεται το εργοστάσιο κεραμοποιίας Αλατίνι αντικαθιστώντας ένα μικρό κεραμοποιείο που είχε ιδρυθεί το 1848. Το εργοστάσιο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1936, και σε σχέδια του Ελβετού μηχανικού Αλβέρτου Αρτιν, κατασκευάστηκε το 1939 στη Νέα Ελβετία η καινούργια μονάδα κεραμοποιίας.[316] Στη Θεσσαλονίκη σώζεται έως και σήμερα ένας μεγάλος αριθμός κτηρίων καπναποθηκών του 20ού αιώνα, κομμάτι της αρχιτεκτονικής-βιομηχανικής κληρονομιάς, όταν η πόλη αποτελούσε το κύριο καπνεμπορικό κέντρο της Ελλάδας. Παραδείγματα αποτελούν: η Καπναποθήκη Α. Κωνσταντινίδη (Βασίλειος Βασιλειάδης, 1925) στη συμβολή των οδών Γλάδστωνος 10 & Κωστή Παλαμά 1, η Αρ Ντεκό Καπναποθήκη της Αυστροελληνικής ΑΕ που σήμερα φιλοξενεί το Εμπορικό Κέντρο Assos Odeon (A. Νικόπουλος, μετά το 1928) μεταξύ των οδών Τσιμισκή 43 & Βασ. Ηρακλείου 38[317] και η επίσης Αρ Ντεκό Καπναποθήκη Γ. Γαβριήλογλου κατασκευασμένη το 1937, στην οδό Δωδεκανήσου 6 που σήμερα φιλοξενεί το ξενοδοχείο “Vanoro”,[317] οι Καπναποθήκες Α. Μιχαηλίδη-Κ. Σακκά (Α. Νικόπουλος & Κ. Κοκορόπουλος, 1937) στην οδό Ναυμαχίας Λήμνου[317], η Καπναποθήκη Τζανίδη (Α. Νικόπουλος & Κ. Κοκορόπουλος, 1937-1939) στην οδό Καραολή & Δημητρίου 17-19, η Καπναποθήκη «Ιταλικής Εταιρείας Καπνών Ανατολής» (Δημήτριος Βαρβέρης 1959) στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Όλγας & Αλεξάνδρου Φλέμινγκ[317] και το Κόκκινο Καπνομάγαζο κατασκευασμένο από κόκκινο τούβλο στη Σταυρούπολη.[315]