

Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Η κυβέρνηση με τη στάση που κρατά στο θέμα του ΟΠΕΚΕΠΕ απλώς επιβεβαιώνει τη μεγάλη πραγματική ευθύνη που έχει
Η κυβέρνηση αποφάσισε ότι εν τέλει το να έχεις κοινοβουλευτική πλειοψηφία σημαίνει ότι μπορείς όποτε το κρίνεις σκόπιμο να πετάς μεγαλοπρεπώς την μπάλα στην εξέδρα.
Ακόμη και όταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει αποκαλύψει ότι υπήρξε οργανωμένο σχέδιο που εξασφάλιζε παράνομες επιδοτήσεις για κτηνοτρόφους – και εκ του αποτελέσματος ψήφους στη Νέα Δημοκρατία σε περιοχές όπως η Κρήτη – και έχει ζητήσει να διερευνηθούν οι ποινικές ευθύνες υπουργών, ευθύνες που ακριβώς επειδή είναι υπουργοί μπορούν να διερευνηθούν μόνο μέσα από τη διαδικασία της προανακριτικής.
Αντιθέτως, η κυβέρνηση ήδη έκρινε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για ποινικές ευθύνες υπουργών. Και άρα δεν τίθεται ζήτημα προανακριτικής αλλά εξεταστικής και μάλιστα με… ιστορικό βάθος, αφού προτείνει να εξεταστούν οι αγροτικές επιδοτήσεις από το 1998 και μετά. Πάλι καλά που δεν πρότειναν να πιάσουμε όλη την ιστορία της ελληνικής γεωργίας από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και μετά.
Ο λόγος που κάνει αυτή την επιλογή είναι προφανής. Ήδη η κυβέρνηση κινδύνευε να βρεθεί με τον μεγαλύτερο αριθμό υπουργών με παραπομπή στη δικαιοσύνη από οποιαδήποτε άλλη. Επιπλέον, μεταξύ των υπουργών που ζήτησε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να ερευνηθούν και ποινικά, περιλαμβάνεται ο Μάκης Βορίδης, δηλαδή ένα από τα «βαριά» ονόματα του κυβερνητικού δυναμικού, που ο πρωθυπουργός κατ’ επανάληψη επέλεξε για σημαντικά πόστα.
Και βέβαια σε όλα αυτά προστίθεται και ένας κυνικός υπολογισμός, που λέει ότι μπορεί το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ να γεννά ξανά ερωτήματα για την έκταση της διαφθοράς στη χώρα και το εάν όντως ισχύει το κράτος δικαίου, όμως την ίδια στιγμή πιστεύει ότι στον σκληρό πυρήνα του εκλογικού της ακροατηρίου θα κυριαρχήσει στη χειρότερη των περιπτώσεων ένα «δεν χάλασε κι ο κόσμος», ιδίως όταν ένα μέρος της κοινωνικής της εκπροσώπησης το χρωστάει ακριβώς σε τέτοιες πρακτικές, από τη «λίστα Πέτσα» και το «σκόιλ ελικικού», μέχρι την «αξιοποίηση» των κονδυλίων του Ταμείου Ανάπτυξης.
Βεβαίως από την άλλη μεριά, εύλογα θα παρατηρούσε κάποιος ότι η κυβέρνηση που με αφορμή τη συμπλήρωση δεκαετίας από το δημοψήφισμα του 2015 σπεύδει να δηλώσει πόσο υπερήφανη ήταν που έδωσε τη μάχη του «Μένουμε Ευρώπη», εντούτοις όταν έρχεται η Ευρώπη, δηλαδή θεσμοί της Ενωμένης Ευρώπης όπως η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η απάντηση είναι «όξω ρε, που θα μας πείτε ότι υπάρχουν ενδείξεις ποινικών ευθυνών υπουργών».
Είναι προφανές ότι ως προς αυτά τα ζητήματα έχει επιλέξει εδώ και πολύ καιρό έναν πολύ συγκεκριμένο δρόμο, που είναι ακριβώς ότι αντιμετωπίζει την κυβερνητική πλειοψηφία ως ασυλία. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι αποκαλύφθηκε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα υποκλοπών, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού, με το Μέγαρο Μαξίμου να είναι στο κέντρο του σκανδάλου και η κυβέρνηση – συνεπικουρούμενη δυστυχώς από τη δικαιοσύνη – είπε δεν έγινε και τίποτα, κάτι ιδιώτες ήταν τελικά».
Αντίστοιχα, χρειάστηκε να γίνουν οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις των τελευταίων δεκαετιών για την τραγωδία των Τεμπών για να υπάρξουν κάποιες παραπομπές υπουργών και αυτές πάλι με τρόπο που ουσιαστικά υποδηλώνει βαθιά πεποίθηση ότι δεν υπάρχει πραγματική ευθύνη.
Το ίδιο τώρα και με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, ένα σκάνδαλο που εκθέτει κυριολεκτικά τη χώρα, που θέτει σε κίνδυνο συνολικά τη χρηματοδότηση της αγροτικής παραγωγής και από όλα τα στοιχεία που έχουν έρθει στη δημοσιότητα είναι παραπάνω από προφανές ότι είχε στηθεί μια κομματική «μηχανή» για το μοίρασμα των χρηματοδοτήσεων, ότι υπήρχαν έγκαιρα πλήθος προειδοποιήσεις και αναφορές για τα προβλήματα, ότι ήταν συνειδητή κυβερνητική επιλογή να συνεχιστεί η παραβατικότητα – και όχι απλώς πρωτοβουλία κάποιων επίορκων υπαλλήλων-, και ότι είναι απολύτως αδύνατο μια τέτοια συμπεριφορά να συνεχίζεται χωρίς τη γνώση και τη συναίνεση – άρα και την ευθύνη – των αρμοδίων υπουργών.
Αυτών που τώρα η κυβέρνηση σπεύδει να προστατεύσει πετώντας την μπάλα στην εξέδρα της εξεταστικής επιτροπής.
Ακόμη περισσότερο, όλα αυτά επιβεβαιώνουν ότι η κυβέρνηση αυτή δεν συμπεριφέρεται πια ως μια κυβέρνηση που έχει μεν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται ότι λογοδοτεί στην κοινωνία. Αντιθέτως, συμπεριφέρεται ως ένα καθεστώς που δεν έχει ανάγκη να λογοδοτήσει σε κανένα, που μπορεί να χειραγωγεί θεσμούς, που μπορεί να διασφαλίζει διαρκώς ασυλία για τον εαυτό της και να κυβερνά χωρίς κανέναν επί της ουσίας έλεγχο, εκτιμώντας ότι έστω και εκβιάζοντας ουσιαστικά το εκλογικό σώμα (αλλά και διάφορους «προθύμους») θα εξασφαλίσει την επανεκλογή της, ακόμη και εάν έχει απέναντί της, όπως ακόμη και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν, τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας.
Βεβαίως αυτό που παραβλέπει είναι ότι καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να κυβερνήσει για πολύ καιρό έχοντας σε τέτοιο βαθμό την κοινωνία απέναντί της ακόμη και εάν η αντιπολίτευση είναι κατακερματισμένη και δομικά ανεπαρκής. Άλλωστε, το τι θεωρεί τελικά η κοινωνία κάθε στιγμή σημαντικό δεν είναι ποτέ προδιαγεγραμμένο. Αντιθέτως, κάθε τι μετράει και όλα τα βλέπουν και τα συνυπολογίζουν οι πολίτες, μέχρις ότου αποφασίσουν ότι «δεν πάει άλλο».
Θυμίζω ότι η κυβέρνηση έκανε το λάθος να πιστέψει ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του 2023 ήταν απαλλακτικό βούλευμα για τα Τέμπη και τώρα αποδεικνύεται ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
Με αυτή την έννοια όσους χειρισμούς και εάν κάνει, όσες φορές και εάν εκμεταλλευτεί την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να βάλει τέλος στη συζήτηση, στο τέλος δεν θα αποφύγει να αναμετρηθεί με την πραγματική κρίση νομιμοποίησης.
Ιδίως εάν αρχίσουν αποκαλύψεις και για άλλα σκάνδαλα τύπου ΟΠΕΚΕΠΕ…
IN.GR