ΡεπορτάζΜαργαρίτα Βεργολιά
Σε μια υπό αναδιαμόρφωση Μέση Ανατολή, η Συρία βρίσκεται σε αχαρτογράφητα νερά, το παλαιστινιακό σε κρίσιμη καμπή και οι αραβικές μοναρχίες αντιμέτωπες με αυξανόμενες γεωπολιτικές προκλήσεις
Εν μέσω καταιγιστικών εξελίξεων στο συριακό και με βασικό προορισμό του την Τουρκία, ο απερχόμενος ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, είχε την Ιορδανία ως πρώτο σταθμό στη νέα περιοδεία του στη Μέση Ανατολή -δωδέκατη μετά την περσινή επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ.
Όχι τυχαία.
Όμορο της Συρίας, το Χασεμιτικό Βασίλειο αποφασίστηκε να φιλοξενήσει αυτό το Σαββατοκύριακο -πρώτο μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ- έκτακτη σύνοδο με τη συμμετοχή υπουργών Εξωτερικών και αξιωματούχων δυτικών και περιφερειακών κρατών.
Από τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο, το Ιράκ, τον Λίβανο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Κατάρ και την Τουρκία, μέχρι τις ΗΠΑ, την ΕΕ και τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ για τη Συρία.
Ως επίκεντρο των συνομιλιών αναφέρθηκε «η υποστήριξη μιας πολιτικής διαδικασίας χωρίς αποκλεισμούς, σύμφωνα με την απόφαση 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ», που οριοθετεί το πλαίσιο για συνολική και βιώσιμη πολιτική λύση στο συριακό.
Χρονολογείται ωστόσο από το 2015…
Ως νέος στόχος αναφέρεται «η δημιουργία ενός μεταβατικού πλαισίου που θα ευθυγραμμίζεται με τις προσδοκίες του συριακού λαού και επιδίωξη την ανοικοδόμηση των κρατικών θεσμών, τη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της Συρίας» και «των δικαιωμάτων όλων των πολιτών».
Στο «κάδρο» βρίσκονται διαφορετικά διακυβεύματα.
Για την απερχόμενη προεδρία του 82χρονου Τζο Μπάιντεν είναι το αμφιλεγόμενο κληροδότημά της, ενόψει της επανόδου του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία των ΗΠΑ.
Για την Ευρώπη, είναι η διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία, πολιτικοοικονομικής αβεβαιότητας στην ΕΕ -και δη στον γαλλογερμανικό άξονα- και ενός εντεινόμενου πολιτικού pressing από την Ακροδεξιά.
Για την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, είναι η ενίσχυση του περιφερειακού ρόλου της, με παγίωση του νεοθωματικού οράματός της.
Για τις αραβικές μοναρχίες, και ειδικά για τον Ιορδανό βασιλιά Αμπντάλα Β’, είναι η αβέβαιη επόμενη ημέρα στη Συρία και στο παλαιστινιακό, στην εποχή Τραμπ 2.0.
Κατεστραμμένο άγαλμα του πάλαι ποτέ προέδρου της Συρίας, Χαφέζ αλ Άσαντ, στο Καμισλί της βορειοανατολικής Συρίας (REUTERS/Orhan Qereman)
Περιμένοντας τον Τραμπ
Παρά την ειρηνευτική συμφωνία από το 1994 με το Ισραήλ, τον ρόλο του ως θεματοφύλακα των ιερών τόπων στην Ιερουσαλήμ και έδρα του πρώτου γραφείου συνδέσμου του ΝΑΤΟ στη Μέση Ανατολή, το Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας -εκ των βασικών μεσολαβητών για το παλαιστινιακό- θεωρείται σε αυτή τη φάση ο οιονεί επόμενος αδύναμος αραβικός «κρίκος» στο διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο της Μέσης Ανατολής.
Το σκηνικό συνθέτουν οι αυξανόμενες εσωτερικές προκλήσεις -με καλπάζοντα πληθωρισμό, διογκούμενο χρέος, ανεργία και κλυδωνιζόμενη εσωτερική συνοχή σε μια χώρα με σημαντικό ποσοστό Παλαιστινίων κατοίκων και κοινοβουλευτική παρουσία πια της Μουσουλμανικής Αδελφότητας- συνδυαστικά με τις περιφερειακές γεωπολιτικές μεταβλητές.
Εκτείνονται από την αλλαγή των δεδομένων στα όμορα συριακά εδάφη με την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, καθώς και τις ακόμη άδηλες εξελίξεις στην επίσης γειτονική κατεχόμενη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη και στον παλαιστινιακό θύλακα της Λωρίδας της Γάζας.
Πολλώ μάλλον ενόψει της δεύτερης προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραμπ.
Αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι ο πρώην και επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ θα επαναφέρει στο «τραπέζι» τη λεγόμενη «Συμφωνία του Αιώνα».
Στην πρώτη προεδρική θητεία Τραμπ, αποτελούσε μια επιχειρηματικού τύπου προσέγγιση της ειρήνευσης τη Μέση Ανατολή, με εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων.
Αυτό, δε, σε όρους οικονομίας, με στόχο την περιφερειακή απομόνωση του Ιράν και με το παλαιστινιακό ως υποσημείωση, στο πλαίσιο μιας συνομοσπονδίας με την Ιορδανία.
Έκτοτε τα δεδομένα έχουν αλλάξει δραματικά επί του πεδίου, ενόσω η σταθερότητα της Ιορδανίας είναι ζωτικής σημασίας τόσο για την ασφάλεια του Ισραήλ όσο και για τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Η ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία αναβιώνει τους φόβους ενός περιφερειακού ντόμινο αποσταθεροποίησης, με φόντο τον αναθεωρητισμό της σημερινής ηγεσίας του Τελ Αβίβ -η οποία έχει το βλέμμα της σταθερά εστιασμένο στο Ιράν- και τα μαξιμαλιστικά σχέδια της συγκυβερνώσας ακροδεξιάς στο Ισραήλ, καταρχάς για τα παλαιστινιακά εδάφη.
Η αβεβαιότητα της επόμενης ημέρας στη Μέση Ανατολή
Τούτων λεχθέντων, ουδείς γνωρίζει σε αυτή τη φάση τον ακριβή περιφερειακό σχεδιασμό του Τραμπ, που λειτουργεί συχνά βασιζόμενος στο ένστικτό του ως επιχειρηματίας.
Μετά πάντως τη συνάντηση που είχε τον περασμένο Ιούλιο με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Μπενιαμίν Νετανιάχου, είχε χαρακτηρίσει «μικροσκοπική» την έκταση του Ισραήλ στον χάρτη, θέτοντας ζήτημα επέκτασής της, χωρίς να διευκρινίσει πώς, πότε και πού.
Όμως «η δεύτερη θητεία του Τραμπ, που δεν έχει ακόμη αρχίσει, μοιάζει με το χαμόγελο της Μόνα Λίζα: ο καθένας βλέπει ό,τι θέλει», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος της ισραηλινής εφημερίδας Haartez, Άμος Χαρέλ.
«Αυτό που απέδειξε η πρώτη θητεία του Τραμπ είναι ότι διαπρέπει στο να κάνει “δώρα” που δεν του κοστίζουν ούτε ένα σεντ, όπως η μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ ή η αναγνώριση της ισραηλινής κυριαρχίας στα Υψίπεδα του Γκολάν», επισημαίνει.
«Στο μυαλό του είναι οι business, ειδικά στα τεράστια κέρδη που θα προκύψουν για τις ΗΠΑ από συμφωνίες με το Ριάντ, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής ισραηλινο-σαουδαραβικής εξομάλυνσης των σχέσεων».
Εν μέσω ωστόσο του συνεχιζόμενου αιματοκυλίσματος στη Λωρίδα της Γάζας, η Σαουδική Αραβία έχει τονίσει επανειλημμένα ότι δεν θα υπάρξει ομαλοποίηση των σχέσεων με το Ισραήλ, χωρίς σαφή πορεία προς την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους.
Προοπτική, που ο Νετανιάχου και οι σκληροπυρηνικοί κυβερνητικοί εταίροι του απορρίπτουν.
Αλλά στις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης Τραμπ», υπογραμμίζει ο Χαρέλ -και όχι μόνο- «έχουν πολύ υψηλότερη θέση από τις υποθέσεις της Μέσης Ανατολής οι εξελισσόμενες στρατηγικές εξελίξεις στην Ανατολική Ασία και ο ανταγωνισμός με την Κίνα».
Το μόνο που είναι σαφές, παρατηρεί ο Ισραηλινός αναλυτής, είναι ότι ο Τραμπ θα παραμείνει απρόβλεπτος και «όχι απλώς ιδιότροπος».
«Το σοκ και δέος που προκαλούν οι αποφάσεις του είναι ένα επιτηδευμένο στοιχείο της πολιτικής του».
IN.GR