

Επιμέλεια
Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος
Πάρα πολλές κυβερνήσεις στην Ευρώπη δεν έχουν την ικανότητα να επιτύχουν ούτε βραχυπρόθεσμες νίκες – Ποιες είναι οι παθογενείς συνήθειές τους που αμβλύνουν τα πολιτικά ένστικτα της σημερινής γενιάς
Η Ευρώπη κινδυνεύει καθώς οι λαϊκιστές σπεύδουν να καλύψουν το «κενό» που γεννούν οι αποτυχίες των προοδευτικών κυβερνήσεων στα κράτη της ηπείρου.
Σύμφωνα με την Μαριάνα Ματσουκάτο, ιταλοαμερικανίδα οικονομολόγο και καθηγήτρια του University College London, για τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, Κιρ Στάρμερ, και άλλους ηγέτες που αντιμετωπίζουν ακροδεξιές λαϊκιστικές αντιξοότητες, η πρόκληση δεν είναι μόνο να κυβερνήσουν επαρκώς, αλλά και να το κάνουν με τρόπους που καθιστούν τις μεταρρυθμίσεις ορατές, γρήγορες και πολιτικά ουσιαστικές για τους πειστικούς ψηφοφόρους.
Διαφορετικά, με τους ψηφοφόρους σε πολλές χώρες να αρχίζουν να αμφιβάλλουν ότι η ευεργετική για τον δημόσιο τομέα πολιτική μπορεί πραγματικά να βελτιώσει τη ζωή τους, ο λαϊκισμός θα συνεχίσει να κερδίζει έδαφος, τροφοδοτούμενος από την ιδέα ότι η προοδευτική πολιτική ισοδυναμεί με τεχνοκρατικές συζητήσεις χωρίς αποτελέσματα.
Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη, όλων των πολιτικών αποχρώσεων, σχεδόν καθολικά αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν αυτό το νέο πεδίο πολιτικής νομιμοποίησης. Πάρα πολλά πολιτικά προγράμματα θεμελιώνονται πάνω σε παρωχημένα καλούπια μιας άλλης εποχής και αντιτίθενται σε έννοιες όπως η σταδιακή συναίνεση, η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και η χάραξη πολιτικής που πατά πάνω σε επιστημονικώς τεκμηριωμένα στοιχεία.
Αυτή η αποτυχία αντικατοπτρίζει μια πολιτική επιλογή. Άλλωστε, οι δημοσιονομικοί κανόνες σχεδόν πάντα παραβιάζονται σε καιρό πολέμου. Ως εκ τούτου, τον Μάρτιο, ο επερχόμενος Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, πριν καν αναλάβει τα καθήκοντά του, έπεισε την Μπούντεσταγκ να χαλαρώσει το συνταγματικό «φρένο χρέους» της χώρας για να επιτρέψει επενδύσεις σε υποδομές εκτός προϋπολογισμού ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ (589 δισεκατομμύρια δολάρια) και να εξαιρέσει τις αμυντικές δαπάνες άνω του 1% του ΑΕΠ από το όριο δανεισμού της κυβέρνησης.
Βεβαίως, η άμυνα αποτελεί εδώ και καιρό ένα ισχυρό εργαλείο για την ενθάρρυνση των πολιτών. Αλλά αποτελεί κύριο ζήτημα για τους λαϊκιστές, οι οποίοι βασίζονται στη νοσταλγία για ένα μυθικό παρελθόν, όταν το έθνος υποτίθεται ότι ήταν ισχυρό και ενωμένο. Για όσους θέλουν πραγματικά να ηγηθούν ενός έθνους, μια τέτοια ρητορική δεν θα λειτουργήσει, λέει η Δρ. Ματσουκάτο. Μια πρόσφατη ομιλία του Στάρμερ, που απηχεί την εθνικιστική και φυλετικά φορτισμένη ομιλία περί «ποταμιών αίματος» του Ίνοχ Πάουελ, ενός Βρετανού Συντηρητικού της δεκαετίας του 1960 και του 1970, το μόνο που θα κάνει είναι να τον αποξενώσει από ψηφοφόρους του. Μια τέτοια γλώσσα αναπόφευκτα ηχεί ως «νεκρή» σε μια χώρα τόσο βαθιά πολυπολιτισμική όσο το σημερινό Ηνωμένο Βασίλειο.
about:blank
Μια επιλογή για τους προοδευτικούς είναι να επικεντρωθούν, για παράδειγμα, στην κατασκευή περισσότερων κοινωνικών κατοικιών, επαναπροσδιορίζοντας τον πολιτικό και θεσμικό μηχανισμό που παρέχει τέτοιου είδους αγαθά. Γενικότερα, να επικεντρωθούν στη λήψη περισσότερων κοινωνικών μέτρων. Τόσο το ειδικό όσο και το γενικό παράδειγμα, θα τους αποφέρουν πολιτικές νίκες. Το μεν βραχυπρόθεσμα, το μεν μακροπρόθεσμα, με τη γέννηση ενός διαρκούς μετασχηματισμού που οι ψηφοφόροι θα δυσκολευτούν να ξεχάσουν.
Επιπλέον, πάρα πολλές κυβερνήσεις δεν έχουν την ικανότητα να επιτύχουν ούτε βραχυπρόθεσμες νίκες. Τα μεταρρυθμιστικά τους σχέδια είθισται να είναι υπερβολικά γραφειοκρατικά και οι παλιές τεχνοκρατικές τους συνήθειες έχουν αμβλύνει τα πολιτικά ένστικτα της σημερινής γενιάς. Ενώ τα εν λόγω σχέδια είθισται να συνοδεύονται από εύηχα μανιφέστα, δεν καταφέρνουν να αλλάξουν τις αντιλήψεις του κοινού ή να επιτύχουν αποτελέσματα που οι απλοί ψηφοφόροι θα νιώσουν και θα εκτιμήσουν.
Προκειμένου να αναπτύξουν την οργανωτική τους δύναμη ούτως ώστε να επιτύχουν γρήγορα και ουσιαστικά αποτελέσματα, οι προοδευτικές κυβερνήσεις πρέπει να επενδύσουν σε δημιουργικό, ευέλικτο προσωπικό με βαθιά γνώση του εκάστοτε αντικειμένου. Η κατάσταση απαιτεί όχι μόνο περισσότερη φιλοδοξία, αλλά και μια πιο έντονη αίσθηση του τρόπου με τον οποίον η όποια μεταρρύθμιση θα γίνει αποδεκτή σε ένα πολιτικό οικοσύστημα που ορίζεται από μια βαθιά θεσμική δυσπιστία. Οι πολιτικές πρέπει να εξετάζονται τόσο στρατηγικά (μακροπρόθεσμα) όσο και τακτικά (βραχυπρόθεσμα).
Αυτό σημαίνει εστίαση σε τοπικά περιβάλλοντα, όπου η νομιμότητα είναι ριζωμένη. Οι πόλεις δεν είναι μόνο ιδανικά πεδία δοκιμών, αλλά και το μέρος όπου κερδίζονται πολλές εκλογές, όπου τα κοινωνικά και οικονομικά χάσματα είναι πιο ορατά και όπου η συμπεριληπτική, πειραματική διακυβέρνηση μπορεί να κάνει μια άμεση, απτή διαφορά. Αντί να επιδιώκουν εθνικές μεταρρυθμίσεις που θα χρειάζονται μια δεκαετία ή και περισσότερο για να εφαρμοστούν, οι προοδευτικοί ηγέτες θα πρέπει να χαράξουν τοπικές πολιτικές που θα αποφέρουν αποτελέσματα (από πράσινες θέσεις εργασίας και οικονομικά προσιτή στέγαση έως προληπτική υγειονομική περίθαλψη) εντός μίας και μόνο αυτοδιοικητικής θητείας.
Επιπλέον, η κλιματική ατζέντα υπογραμμίζει την ανάγκη για ευελιξία του δημόσιου τομέα. Αν και τα μηνύματα για τον κλιματικό κίνδυνο είναι ισχυρά και βασίζονται σταθερά στην επιστήμη, δεν έχουν καταφέρει να ξεκινήσουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις σε μεγάλη κλίμακα. Σαφώς, η πράσινη μετάβαση πρέπει να αντιμετωπίζεται όχι μόνο ως περιβαλλοντικό ζήτημα, αλλά και ως αμυντική στρατηγική – ως η μόνη οδός για την επίτευξη διαρκούς οικονομικής και εδαφικής ασφάλειας. Η νέα βιομηχανική στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου, η πρώτη του είδους της εδώ και σχεδόν μια δεκαετία, είναι ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αλλά τα μεμονωμένα πολιτικά προγράμματα δεν επαρκούν. Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη χρειάζονται και νέες βάσεις για το πώς να σκέφτονται την οικονομία, την πολιτική και τη δημιουργία αξιών με την πάροδο του χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξεπεράσουν κοντόφθαλμες προοπτικές που πηγάζουν από εργαλεία όπως η ανάλυση κόστους-οφέλους ή η αύξησης του ΑΕΠ.
Αυτές οι μετρήσεις αντικατοπτρίζουν μια γραμμική λογική που πλέον δεν έχει ισχύ. Τα εργαλεία πολιτικής πρέπει να αντικατοπτρίζουν τον μη γραμμικό, προσαρμοστικό και βαθιά αλληλένδετο χαρακτήρα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες, είτε πρόκειται για κλιματική κατάρρευση είτε για αυξανόμενη ανισότητα είτε για τεχνολογική παρέκκλιση. Τα δημόσια οικονομικά, για παράδειγμα, δεν πρέπει να θεωρούνται περιοριστικά αλλά εργαλεία για τη διαμόρφωση της καινοτομίας και των επενδύσεων. Οι προϋπολογισμοί που είναι προσανατολισμένοι στα αποτελέσματα -όχι ο δημοσιονομικός συντηρητισμός- θα πρέπει να αποτελούν την προεπιλεγμένη θέση μιας κυβέρνησης.
Μια τέτοια ευρεία πνευματική μετατόπιση πρέπει να θεσμοθετηθεί σε ολόκληρο τον δημόσιο τομέα, μεταξύ άλλων μέσω κοινοτήτων εμπειρογνωμόνων που μπορούν να διαμορφώσουν την πολιτική εντός της κυβέρνησης για να διασφαλίσουν την εφαρμογή της. Οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη θα πρέπει να οικοδομήσουν αυτήν την ικανότητα ως βασική λειτουργία της πολιτικής, όχι ως πρόσθετη.
Η Δρ. Ματσουκάτο τονίζει: «Μην αμφιβάλετε ούτε για μια στιγμή: η λαϊκιστική Ακροδεξιά όχι μόνο έχει κινηθεί γρήγορα, αλλά έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό, καλά οργανωμένο κίνημα που έχει επιτύχει τεράστια επιρροή, ειδικά μέσω του ελέγχου των αφηγημάτων των μέσων ενημέρωσης». Για να αντιμετωπίσουν αυτήν την κατάσταση, οι δημοκρατικά σκεπτόμενες κυβερνήσεις στην Ευρώπη πρέπει να διαλύσουν τις ψευδαισθήσεις που γεννούν οι λαϊκιστές (όλη την προπαγάνδα τους περί «αποτελεσματικότητας») και να προωθήσουν ένα όραμα βασισμένο στη δικαιοσύνη και την ευημερία όλων των πολιτών, δίχως εξαιρέσεις.
Η Δεξιά συχνά υποστηρίζει τη στατική αποτελεσματικότητα -κάνοντας τα ίδια πράγματα γρηγορότερα ή φθηνότερα. Αλλά αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη είναι η δυναμική αποτελεσματικότητα: η ικανότητα προσαρμογής, μάθησης και μετασχηματισμού συστημάτων για την αντιμετώπιση σύνθετων, εξελισσόμενων προκλήσεων.
Η μεταρρύθμιση δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται ως τεχνική διαδικασία, επειδή η πολιτική αναπόφευκτα περιλαμβάνει αναπόφευκτα αφηγήματα. Οι προοδευτικές δυνάμεις πρέπει να παρουσιάζουν ένα όρμα που να εμπεριέχει σκοπό. Η διαδικασία μεταρρύθμισης χρειάζεται επικοινωνία, συμβολισμούς και αφηγήματα που βασίζονται σε καθημερινές εμπειρίες, όχι σε υπολογιστικά φύλλα Excel.
Η Ακροδεξιά το έχει καταλάβει αυτό, και τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά. Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις της Δύσης πρέπει να μη μιμούνται τους λαϊκιστές αντιπάλους τους, αλλά να τους αντιμετωπίζουν στο συναισθηματικό και πολιτιστικό πεδίο με τέτοιον τρόπο που εν τέλει να επικρατεί η πολιτική. Το μέλλον της δημοκρατικής διακυβέρνησης εξαρτάται από αυτό.
IN.GR