

ΡεπορτάζΜαργαρίτα Βεργολιά
Το ακροδεξιό κόμμα Konfederacja σε ρόλο «Δούρειου Ίππου» στις επικείμενες κρίσιμες προεδρικές εκλογές στην Πολωνία, νυν προεδρεύουσα χώρα στην ΕΕ
«Σλάβομιρ, Σλάβομιρ!» ακούγεται ρυθμικά στις προεκλογικές συγκεντρώσεις της Konfederacja ή «Συνομοσπονδίας» της σκληρής ακροδεξιάς στην Πολωνία.
Ένα μήνα πριν από τον πρώτο γύρο των κρίσιμων προεδρικών εκλογών στην προεδρεύουσα για το τρέχον εξάμηνο χώρα της ΕΕ, ο 38χρονος συμπρόεδρος και προεδρικός υποψήφιος του κόμματος, Σλάβομιρ Μέντσεν, προβάλλει πλέον ως το «αουτσάιντερ» στην κούρσα έναντι των δύο βασικών διεκδικητών.
Φαβορί στις δημοσκοπήσεις είναι ο Ράφαου Τσασκόφσκι, δήμαρχος Βαρσοβίας και προεδρικός υποψήφιος της κεντροδεξιάς Πλατφόρμας Πολιτών του Πολωνού πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ.
Έπεται ο Κάρολ Ναβρότσκι, πρώην διευθυντής του εμβληματικού Μουσείου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο Γκντανσκ -ο οποίος καταγγέλθηκε για κακοδιαχείριση και αναθεωρητισμό- που υποστηρίζεται από το υπερεθνικιστικό πρώην κυβερνών κόμμα «Νόμου και Δικαιοσύνης» (PiS).
Από κοντά ακολουθεί και ο Σλάβομιρ Μέντσεν, με αυξομειούμενα ποσοστά, πλην όμως υπερδιπλάσια από το 7,2% που είχε εξασφαλίσει η Konfederacja στις βουλευτικές εκλογές του 2023.
Ακόμη κι αν δεν καταφέρει να κάνει τη μεγάλη ανατροπή στις 18 Μαΐου, υποσκελίζοντας τον υποψήφιο της υπερεθνικιστικής Δεξιάς στον πρώτο γύρο και περνώντας στον δεύτερο -που εκτός απροόπτου αναμένεται να διεξαχθεί την 1η Ιουνίου- θα μπορούσε να κρίνει την τελική έκβαση της εκλογικής μονομαχίας μεταξύ των δύο κυρίαρχων αντιπάλων.
Advertisement
Ήδη πιστώνεται μια μεγάλη πολιτική μεταστροφή.
Μέχρι πρότινος περιθωριακό, το ακροδεξιό Konfederacja καταλαμβάνει πλέον θέση «συμπρωταγωνιστή» στην κεντρική πολιτική σκηνή στην Πολωνία.
Αυτοπροβαλλόμενο ως οικονομικά φιλελεύθερο και εθνικιστικό, το κόμμα -όπως και πολλά ομοειδή του ανά την Ευρώπη- έχει κάνει εδώ και καιρό μεθοδικά ένα επικοινωνιακό λίφτινγκ, λειαίνοντας τη ρητορική του.
Με ώθηση τη μεγάλη απήχηση που έχει στους νέους μέσω του TikTok -και κατά πολλούς ένα ευρύτερο ρεύμα από την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο- πλασάρεται ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση έναντι των δύο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας.
Αλιεύει έτσι ψήφους διαμαρτυρίας ακόμη και στις τάξεις των γυναικών και της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, παρά τις πάγια μισογυνικές και ομοφοβικές του θέσεις.
«Πρώτα η Πολωνία»
Όταν η ακροδεξιά Konfederacja διεξήγαγε την πρώτη προεκλογική εκστρατεία της το 2019 -τότε ένα ετερόκλητο μόρφωμα εθνικιστών, φιλομοναρχικών, αντιφεμινιστών και θεωρητικών συνωμοσίας- ο Σλάβομιρ Μέντσεν είχε συνοψίσει τους στόχους της στους εξής πέντε: «Δεν θέλουμε Εβραίους, ομοφυλόφιλους, αμβλώσεις, φόρους και την ΕΕ».
Σήμερα βουλευτής και προεδρικός υποψήφιος, αυτοπροβάλλεται ως ένας αυτοδημιουργητός επιχειρηματίας-φορολογικός σύμβουλος, που μπορεί να δώσει λύσεις στα καθημερινά προβλήματα του μέσου Πολωνού.
Ντυμένος πάντα με σκούρο κοστούμι, παρουσιάζεται ως πρόεδρος σε αναμονή.
Στο μεσοδιάστημα η Konfederacja -αποτελούμενη πια από δύο φατρίες, τη «Νέα Ελπίδα» του Μέντσεν και το Εθνικό Κίνημα του Κρίστοφ Μπόσακ- προωθεί την κανονικοποίησή της, πατώντας στα «χνάρια» του τραμπικού λαϊκισμού.
Ενώ η ρητορική της υποτίθεται ότι είναι φιλελεύθερη -υποστηρίζοντας την απελευθέρωση των κρυπτονομισμάτων και την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου «όπως στις ΗΠΑ»- επιτίθεται στις φιλελεύθερες πολιτικές και πολιτιστικές ελίτ.
Χαρακτηρίζει την «Πράσινη Συμφωνία» της ΕΕ μη ρεαλιστική και αντιπαραγωγική.
Αντιτίθεται στο δικαίωμα στην άμβλωση, εν μέσω διατήρησης της καθολικής της απαγόρευσης στην Πολωνία, μια χώρα βαθιά συντηρητική.
Όμως το θέμα στο οποίο έχει εστιάσει την προεκλογική εκστρατεία του ο Σλάβομιρ Μέντσεν είναι η προστασία των συνόρων. Όχι μόνο από μια πιθανή ρωσική επίθεση, αλλά κυρίως από την άφιξη προσφύγων και μεταναστών.
Κατηγορεί τους Ουκρανούς ότι «καταχρώνται τη γενναιοδωρία» της Πολωνίας. Βρίσκει ακριβά πολλά κοινωνικά προγράμματα.
Υπόσχεται μειώσεις ή και κατάργηση φόρων, ένα φιλικό πρόγραμμα για τις επιχειρήσεις και τους αγρότες.
«Πουλά» την εικόνα του επιτυχημένου αυτοδημιούργητου επιχειρηματία ως εχέγγυο ενός καλύτερου μέλλοντος για τους νέους, που τον στηρίζουν μαζικά.
Πρόσφατη δημοσκόπηση της Opinia24 έδειξε μάλιστα ότι θα μπορούσε να κερδίσει σχεδόν τις μισές ψήφους στην ηλικιακή ομάδα 18-29 ετών.
Εάν διατηρήσει αυτή τη δυναμική -κάτι που πολλοί αμφισβητούν- ο ακροδεξιός προεδρικός υποψήφιος θα μπορούσε πράγματι να περάσει στον δεύτερο γύρο.
«Ψηφίστε με», διατράνωσε τις προάλλες, «γιατί έχω καλύτερες πιθανότητες να κερδίσω τον Ράφαου Τσασκόφσκι».
Τραμπικός λαϊκισμός αλά πολωνικά
«Αν ο Ντόναλντ Τραμπ μπόρεσε να κερδίσει στις ΗΠΑ, πείθοντας τους συμπατριώτες του ότι μπορούν να κάνουν “την Αμερική σπουδαία ξανά”, τότε γιατί να μην πιστέψουμε ότι ο Σλάβομιρ Μέντσεν μπορεί να γίνει πρόεδρος της Πολωνίας», δήλωσε στο Reuters ο διευθυντής της προεκλογικής του εκστρατείας.
«Έχουν πολύ παρόμοιες πλατφόρμες»…
Το σίγουρο είναι ότι η Konfederacja αυξάνει διαρκώς την εκλογική της βάση.
Στις πρώτες βουλευτικές εκλογές που συμμετείχε, το 2019, κέρδισε το 6,8% των ψήφων.
Διατήρησε το ποσοστό στις προεδρικές εκλογές του 2020, όταν προεδρικός της υποψήφιος ήταν ο έτερος συμπρόεδρος του κόμματος, ο ακροδεξιός Κρίστοφ Μπόσακ.
Εν μέσω κλίματος ακραίας πόλωσης μεταξύ της κεντροδεξιάς του Τουσκ και των υπερεθνικιστών του PiS στις βουλευτικές εκλογές του 2023, το ακροδεξιό κόμμα συγκέντρωσε τελικά 7,2%, παρά το ότι εμφανιζόταν κάποια στιγμή διπλάσιο στις δημοσκοπήσεις.
Ωστόσο, στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου κατέληξε στην τρίτη θέση, με 12,1%.
Τώρα, για τις προεδρικές εκλογές, τα ποσοστά του Μέντσεν κυμαίνονται μεταξύ 13-17%.
Επιχειρώντας να διευρύνει περαιτέρω την εκλογική βάση της, η Konfederacja προσαρμόζει τη ρητορική της για να προσελκύσει το ευρύτερο δυνατό φάσμα ψηφοφόρων, σπάζοντας το κομματικό δίπολο που κυριαρχεί στην πολωνική πολιτική σκηνή.
Στην πραγματικότητα, γράφει η εφημερίδα Gazeta Wyborcza, «υπό το πρόσχημα των συνθημάτων περί ελευθερίας και φιλελευθερισμού, «η Konfederacja πουλάει ένα σκοτεινό και συντηρητικό όραμα για τον κόσμο».
«Εκμεταλλεύεται επίσης την αποστροφή προς την πολιτική και τους θεσμούς του δημοκρατικού κράτους δικαίου».
Εξ ου και «έχει προσελκύσει απαγοητευμένους ψηφοφόρους, που πιστεύουν ότι η πολιτική μπορεί να περιοριστεί στην “κοινή λογική” της επιχειρηματικής διαχείρισης».
Όχι τυχαία, δημοσκόπηση της SW Research για τη Rzeczpospolita έδειξε τον περασμένο Ιανουάριο ότι το 33,4% των Πολωνών θα επηρεαζόταν από τυχόν δημόσια υποστήριξη του τεχνο-ολιγάρχη Έλον Μασκ υπέρ ενός προεδρικού υποψηφίου στη χώρα τους, όπως έχει κάνει με πλείστες όσες ωμές πολιτικές παρεμβάσεις στην Ευρώπη, σταθερά υπέρ ακροδεξιών κομμάτων.

Ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ (αριστερά) με τον απερχόμενο πρόεδρο της Πολωνίας, Αντρέι Ντούντα (REUTERS/Aleksandra Szmigiel/File Photo)
Η Πολωνία σε κρίσιμο σταυροδρόμι
Υψηλού πολιτικού διακυβεύματος, οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές στην Πολωνία γίνονται σε γκρίζο φόντο.
Με την Ευρώπη εν μέσω δύο πολέμων -ενός κανονικού και ατέρμονου στην Ουκρανία και ενός επαπειλούμενου εμπορικού από τους αμερικανικούς δασμούς- υπάρχει έντονη ανησυχία για τη δέσμευση των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή άμυνα υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.
Πολλώ μάλλον ενόσω ο τελευταίος επιχειρεί μια «θολή» επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Όμορη της Ουκρανίας, αλλά και της Λευκορωσίας, η Πολωνία ανακοίνωσε ότι θα δαπανήσει σχεδόν το 5% του ΑΕΠ στην άμυνα το 2026, έναντι 4,7% φέτος -ήδη αναλογικά οι υψηλότερες δαπάνες στο ΝΑΤΟ.
«Σε αυτόν τον αδίστακτο ανταγωνισμό εγωισμών σε παγκόσμιες αγορές και μέτωπα πολέμου, η Πολωνία δεν θα είναι πλέον ο αφελής εταίρος», διακήρυξε κατά τα λοιπά ο πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ.
Σε αυτό το πλαίσιο ζήτησε «επαναπολωνοποίηση» της οικονομίας, της αγοράς και του κεφαλαίου στη χώρα του, όπου η ανάπτυξη επιβραδύνεται, ο πληθωρισμός κινείται κοντά το 5%, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών συρρικνώνεται και οι οικονομικές ανισότητες διευρύνονται.
Σε αυτό το φόντο, οι προεδρικές εκλογές θεωρούνται οιονεί δημοψήφισμα για την φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση συνασπισμού της Βαρσοβίας, τα κόμματα του οποίου δεν στηρίζουν έναν κοινό προεδρικό υποψήφιο.
Με μεγαλύτερες δε τις δημοσκοπικές απώλειες για τους μικρότερους κυβερνητικούς εταίρους, υπάρχει έντονη δυσαρέσκεια για τη μη εκπλήρωση βασικών προεκλογικών δεσμεύσεων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων στην άμβλωση και της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.
Βασική αιτία ήταν τα επανειλημμένα προεδρικά βέτο του απερχόμενου προέδρου Αντρέι Ντούντα, υποστηριζόμενου από την υπερεθνικιστική αντιπολίτευση του PiS.
Υπό αυτό το πρίσμα, η εκλογή του διαδόχου του θα έχει τεράστιες επιπτώσεις στο εάν η κυβέρνηση Τουσκ θα μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά το έργο και το πρόγραμμά της για το υπόλοιπο της θητείας της, μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, που -εκτός απροόπτου- αναμένονται το φθινόπωρο του 2027.
in.gr