

Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Ο κυβερνητικός επικοινωνιακός μηχανισμός επιδίδεται σε ιδιαίτερα ευφάνταστες ερμηνείες των δημοσκοπήσεων
Κάποιες φορές παρατηρώ το πώς ερμηνεύονται οι δημοσκοπήσεις από ορισμένα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης και αναρωτιέμαι εάν βλέπουμε τα ίδια πράγματα, αναπνέουμε τον ίδιο αέρα, ζούμε στην ίδια χώρα και βεβαίως διαβάζουμε τα ίδια νούμερα ή μήπως ζούμε σε δύο παράλληλες πραγματικότητες, κάτι σαν επεισόδιο του Stranger Things.
Βγαίνει μια δημοσκόπηση και δίνει πρόθεση ψήφου στη Νέα Δημοκρατία 24% και εκτίμηση ψήφου 29%. Δηλαδή, βγαίνει μια δημοσκόπηση και λέει πολύ απλά ότι σήμερα η κυβερνητική παράταξη εισπράττει την αποδοκιμασία του μεγαλύτερου μέρους του εκλογικού σώματος και εάν γίνονταν εκλογές σήμερα θα απείχε τουλάχιστον 8% από οποιοδήποτε ενδεχόμενο αυτοδυναμίας. Κοινώς, εάν γίνονταν εκλογές σήμερα θα έπαιρνε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και θα την επέστρεφε. Και όμως αυτή η δημοσκόπηση παρουσιάζεται ως σημαντική πολιτική επιτυχία της κυβέρνησης.
Ναι, αλλά είναι 15% πάνω από το δεύτερο κόμμα, θα έλεγε κάποιος. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να εξηγήσει γιατί με το σημερινό τοπίο θα υπήρχε δυσκολία να σχηματιστεί κάποια άλλη κυβέρνηση. Αλλά το πραγματικό συμπέρασμα της δημοσκόπησης είναι ότι κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, εάν γίνονταν εκλογές σήμερα δεν θα έβγαινε. Γιατί όπως σωστά υπογράμμισε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του με τον Νίκο Χατζηνικολάου στον ΑΝΤ1 «πρωθυπουργούς εκλέγει ο λαός». Και με 29% ή ακόμη και το 31% που έβγαλε ως εκτίμηση (και εκεί η πρόθεση ήταν πιο χαμηλά) μια άλλη δημοσκόπηση πριν από μερικές μέρες, πρωθυπουργός στη χώρα όχι μόνο με το ισχύον εκλογικό σύστημα, αλλά και με την κοινή λογική, δεν εκλέγεται.
Αλλά οι μαγικές εικόνες στο πώς παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων δεν περιορίζονται σε αυτές. Βλέπω τίτλους του τύπου «’Ναι’ στα μέτρα Μητσοτάκη». Κοιτάς μετά τα νούμερα και βλέπεις ότι το «σε λάθος κατεύθυνση» έχει πάρει περισσότερες απαντήσεις από το «σε σωστή». Κοιτάς παράλληλα και την αξιολόγηση της παρουσίας του πρωθυπουργού και βλέπεις τις αρνητικές γνώμες να είναι σαφώς περισσότερες από τις θετικές.
Σε μια άλλη δημοσκόπηση, είδα να αναπαράγεται από φιλοκυβερνητικά μέσα: «το 53% των πολιτών δηλώνει λίγο ως πολύ ικανοποιημένο από τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ». Αλήθεια; Γιατί εάν κανείς πάει και δει τα στοιχεία της έρευνας αυτά έχουν έως εξής: το 9,6% δηλώνει πολύ ικανοποιημένο, το 18,8% αρκετά ικανοποιημένο, το 24,6 λίγο και το 44,5% καθόλου από τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού. Τώρα όποιος γνωρίζει αφενός πώς διαμορφώνεται μια πολιτική δημοσκόπηση, αφετέρου στοιχειωδώς την ελληνική γλώσσα αντιλαμβάνεται ότι στους ερωτώμενους τέθηκαν τέσσερες πιθανές απαντήσεις: Οι δύο είναι αυτές που δηλώνουν θετική γνώμη: αρκετά και πολύ ικανοποιημένη/ος. Οι άλλες δύο δηλώνουν αρνητική γνώμη: λίγο και καθόλου ικανοποιημένη/ος. Τα σωστά αθροίσματα είναι επομένως: 28,4% έχουν θετική γνώμη κατά βάση και το 69,1% έχει αρνητική γνώμη. Γιατί σε οποιαδήποτε καθημερινή συναλλαγή το «είμαι λίγο ικανοποιημένος» είναι αρνητική γνώμη. Κατά συνέπεια άθροισμα «λίγο έως πολύ ικανοποιημένος» είναι λαθροχειρία και ο σωστός δημοσιογραφικά τίτλος είναι «69,1% λέει όχι στα μέτρα Μητσοτάκη». Να σημειώσω εδώ ότι τα «αθροίσματα» αυτά δεν είναι της εταιρείας που έκανε την έρευνα αλλά των Μέσων που την παρουσίασαν έτσι.
Για να μην αναφερθώ στο ότι φτιάχνεται ολόκληρο κλίμα γύρω από τη θετική απήχηση, ότι «γυρίζει το κλίμα», ότι «το Μαξίμου είναι αισιόδοξο», την ώρα που π.χ. ο «Κανένας» παραμένει δημοφιλέστερος πρωθυπουργός της χώρας και που π.χ. το 47% δηλώνει καθόλου ικανοποιημένο από τις επιδόσεις της κυβέρνησης και το 25,2% λίγο, ήτοι 72,2% αρνητικές γνώμες. Πράγμα λογικό αφού συμπίπτει και με την εκτίμηση ψήφου κατά της κυβέρνησης.
Όλα αυτά θα ήταν μια φιλολογική συζήτηση, εάν δεν ήταν ο τρόπος που σήμερα χτίζεται – μπετονάρεται θα ήταν μια καλύτερη περιγραφή – ένα σημαντικό μέρος της δημόσιας σφαίρας στη χώρα μας. Και αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης πέφτει πάνω σε τέτοιες «αναλύσεις» και τέτοιες ειδήσεις. Και μπορεί μέσα σε ένα γενικό κλίμα αποδοκιμασίας να μην δίνουν οι άνθρωποι μεγάλη σημασία στις πολιτικές ειδήσεις, όμως ένα κλίμα καλλιεργείται. Και το οποίο αύριο θα αποτελέσει τμήμα ενός πολιτικού και ιδεολογικού εκβιασμού γύρω από τον κίνδυνο «ακυβερνησίας», όταν θα γίνουν εκλογές και καταγραφούν οι πραγματικές τάσεις, που είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία θα αποδοκιμάζει τη Νέα Δημοκρατία.
Βεβαίως, από την άλλη ίσως όλα αυτά να μην έχουν μεγάλη σημασία. Εννοώ, είναι πολύ πιθανό όλες αυτές οι προσπάθειες να χειραγωγηθεί η κοινή γνώμη με τέτοιους είδους φτηνά επικοινωνιακά τερτίπια να πέσουν στο κενό. Γιατί πολύ απλά η κοινωνία έχει σχηματίσει γνώμη και για την πραγματική οικονομική της κατάσταση και για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει και για τα προβλήματα με την κυβερνητική απροθυμία ανάληψης οποιασδήποτε πραγματικής ευθύνης για τις υποκλοπές, για τα Τέμπη, για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, και για τα προβλήματα στα δημόσια νοσοκομεία και για την επιχείρηση υπονόμευσης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης.
Και ίσως να μην μπορεί, αυτή τη στιγμή, η κοινωνία να πει με σαφήνεια «αυτή την εναλλακτική θέλω», κυρίως γιατί η αντιπολίτευση αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα το κλείσιμο ενός κύκλου παρά μια νέα σελίδα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επαναλαμβάνει, με τρόπο παραπάνω από ηχηρό σε κάθε δημοσκόπηση: ότι αυτό που δεν θέλει είναι άλλη μια τετραετία διακυβέρνησης της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
IN.GR