

ΆποψηΓιάννης-Ορέστης Παπαδημητρίου
Δεν υπάρχει πιο κατάλληλο σημείο για διαδήλωση από τον Άγνωστο Στρατιώτη.
Σάββατο βράδυ περνώντας από την Πλατεία Συντάγματος, βρίσκομαι να περπατάω δίπλα από το αυτοσχέδιο μνημείο των θυμάτων των Τεμπών. Στέκομαι για λίγο να το παρατηρήσω. Η διαφορά του με τη σιωπή και την ακινησία των γύρω αξιοθέατων είναι εμφανής.
Το μνημείο είναι ζωντανό, αποτελείται από στοιχεία που μπορούν να ξηλωθούν ανά πάσα στιγμή, που σημαίνει ότι αυτό που το διατηρεί δεν είναι κάτι άλλο από την παρουσία των ανθρώπων που το επικουρούν με τη φροντίδα τους. Σάββατο βράδυ βρίσκονται εκεί, ανάβουν τα κεριά, καλωπίζουν τα λουλούδια και κυρίως, παρίστανται, δείχνοντας χωρίς αμφισβήτηση ότι αυτοί που μνημονεύονται, τα ονόματα γραμμένα με κόκκινη μπογιά στο πεζοδρόμιο και το μεγάλο φωτεινό «57» που τους συσπειρώνει στην κεφαλή, δεν έχουν περάσει ακόμα στην Ιστορία.
Ακόμα και να μην υπήρχε άνθρωπος εκεί, ωστόσο, το μνημείο θα αποκάλυπτε τη ζωντάνια του από το πόσο έχει αλλάξει τον καιρό που είναι στημένο. Το μνημείο κατοικείται, παρουσιάζει τα ίδια σημάδια με ένα σπίτι που όσο μένει μέσα κάποιος μεταβάλλεται. Τα πράγματα βρίσκουν τη θέση τους, γίνονται πιο όμορφα, ενώνονται σε καλύτερες συνθέσεις, η αταξία και η ανισορροπία σμιλεύονται σε πιο οργανικά δεμένα περιβάλλοντα. Αυτό που έλειπε, συμπληρώνεται. Αυτό που περισσεύει, φεύγει – διαδικασίες που επαναλαμβάνονται συνεχώς και θα σταματήσουν μόνο με την εγκατάλειψη.
Ο Πάνος Ρούτσι βρίσκεται εκεί, εμφανώς αδυνατισμένος, αλλά όχι καταβεβλημένος. Κάνει κύκλους και συμμετέχει στις μικροδουλειές της περιποίησης και όλοι προσέχουν πάντα με μια συγκέντρωση και έναν σεβασμό που λείπει από την καθημερινότητα των πολλών, να μην πατήσουν πάνω στα ονόματα των νεκρών του δυστυχήματος.
Όσο τον κοιτάω, συνειδητοποιώ ότι η απλότητα και το πηγαίο του χαμόγελο του δίνουν ακόμα περισσότερο τη λάμψη ενός λαϊκού ήρωα. Είναι ντυμένος με ένα μαύρο φούτερ και το χαρακτηριστικό του καπέλο, με ένα σκούρο χρώμα δέρματος που τονίζεται περαιτέρω από την έκθεσή του στον ήλιο όλες αυτές τις εβδομάδες. Δεν μένει εκεί για τις κάμερες που αφενός απουσιάζουν και αφετέρου δεν έμοιαζε και ποτέ άνετος μπροστά τους. Μένει εκεί νύχτα και μέρα, επιτελώντας ένα χρέος.
Είναι ένας διόλου απροσπέλαστος everyman με παροιμιώδες θάρρος, χαρακτηριστική περίπτωση υλικού για τραγούδια, που σε εκείνη τη σιωπηλή στιγμή του σαββατόβραδου αποκαλύπτεται ως ο ψυχοπομπός των 57 ανθρώπων, ένας εκ των οποίων υπήρξε και ο γιός του. Είναι ο απλός, καθημερινός και αόρατος σαν όλους μας που έχει μέσα του μια δυνητική φωτιά, κάτι μεγαλύτερο από την όψη. Συμβολίζει τη δυνατότητα του καθενός για υπερβάσεις και την ανώνυμη εξουσία των πολλών που νομιμοποιεί την επώνυμη στο πλαίσιο της εκάστοτε Πολιτείας. Και γι’ αυτό αγαπιέται μαζικά, υπενθυμίζοντας στους πάντες ότι μπορούν να είναι κάτι καλύτερο από αυτό που είναι.
Μόνο πλαστογραφίες, λαθροχειρίες και κυνικολογίες θα μπορούσαν να θεωρήσουν αυτή την εικόνα παράταιρη με το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Δεν πρόκειται για το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στη Σταδίου, ούτε του Καραϊσκάκη στο Ζάππειο. Δεν μνημονεύει κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά όπως και τα αντίστοιχα ανά τον κόσμο, αφιερώνεται σε μία σχέση: αυτή του απλού ανθρώπου που βγαίνει στον πόλεμο, διεξάγει τον πόλεμο και με τη λήξη του, το όνομά του δεν φτάνει ποτέ στα σχολικά βιβλία Ιστορίας.
Όπως λέει η λιγότερη δημοφιλής από τις δύο θουκυδίδειες ρήσεις που το πλαισιώνουν, «μία κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν». Είναι ένα κενοτάφιο για τους αόρατους νεκρούς, ώστε να τιμούνται από τους αόρατους ζωντανούς, υπενθυμίζοντας τη θεμέλια σχέση που διέπει κάθε Πολιτεία, ακόμη και τις μη-δημοκρατικές: η ισχύς τους μετριέται με την προθυμία των ανθρώπων να πολεμήσουν για αυτή ή να μην πολεμήσουν εναντίον της για να την ανατρέψουν – και μόνο αυτό είναι το μέτρο της. Είναι η υπόμνηση ενός κοινωνικού συμβολαίου, το οποίο υπόκειται σε αναθεώρηση ανά πάσα στιγμή.
Έτσι, δεν υπάρχει πιο κατάλληλο μέρος για να υπενθυμίζονται με διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες οι διαρρήξεις αυτού του συμβολαίου από την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία. Είναι ο χώρος των αοράτων και των φαντασμάτων που στοιχειώνουν την Πολιτεία, τα οποία, καίτοι ανώνυμα, δεν υπόκεινται εύκολα σε υστερόβουλους αναθεωρητισμούς και στρεβλωτικές μεθερμηνείες.
Η δε διακήρυξη του πρωθυπουργού -μέσω κοινωνικών δικτύων, μάλιστα- ότι το μνημείο θα περάσει στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας (με ρητή την παραδοχή ότι γίνεται για να αποτραπούν οι διαμαρτυρίες σε αυτό, την οποία μετέπειτα προσπάθησαν να νερώσουν τα κυβερνητικά non-paper), μόνο ως προσβολή μπορεί να εκληφθεί. Όχι μόνο επειδή η ερμηνεία του στρατού ως σώματος που υπερβαίνει τους πολίτες και τη Δημοκρατία είναι η βασική ιδέα που διέπει τις δικτατορίες, αλλά κι επειδή το ίδιο το μνημείο κάθε άλλο παρά δοξολογία του πολέμου και του στρατού αποτελεί.
Είναι ένας συμβολικός τάφος που θέλει να υπενθυμίζει το φρικαλέο τίμημα του πολέμου, τη στέρηση της ίδιας της ζωής. Ακόμα χειρότερα, καθώς υπάρχει για να διαλέγεται με τους ζωντανούς, είναι και μια υπενθύμιση στους επιζήσαντες, είτε αυτούς που συμμετείχαν στους πολέμους, είτε αυτούς που είχαν το προνόμιο να μην τους ζήσουν, ότι η διεξαγωγή τους αφορά τις πιο φρικιαστικές και ταυτόχρονα ποταπές στιγμές στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι ένα εξόχως πολιτικό μνημείο· ίσως το πιο πολιτικό.
Αναπόφευκτα, κάθε φορά που περνάω από μπροστά του, θυμάμαι τον παππού μου τον Φάνη. Είκοσι περίπου χρόνια πριν, όντας στα τελευταία του στο κρεβάτι του νοσοκομείου, χάνοντας με όλο και πιο ταχείς ρυθμούς τις αισθήσεις του, μονολογούσε παραληρηματικά για την εμπειρία του στο Αλβανικό Μέτωπο, τους συμπολεμιστές του, τον θάνατο. Εικόνες που κατέκλυζαν τη σκέψη του όλη του τη ζωή και τις οποίες όμως κρατούσε στη σιωπή, πέρα από εκείνες τις στιγμές που η βιολογία του τέλους της ζωής, του απελευθέρωσε τις αναστολές.
Ήταν ένας από τους πολλούς που έζησαν με την ανάμνηση της φρίκης του πολέμου και που ήξεραν ότι τα μόνα ανταλλάγματα που αξίζουν για να τη βιώσεις, είναι η ελευθερία και η δικαιοσύνη, αξίες που υπερασπίστηκε ο Πάνος Ρούτσι, αλλά και οι διαδηλωτές που στοιχίζονται μπροστά στο μνημείο, διαπραγματευόμενοι το κοινωνικό συμβόλαιο που εκπροσωπεί.
Αν η κυβέρνηση δεν έχει επίγνωση αυτού του συμβολαίου, καιρός να την αποκτήσει· αν πάλι την έχει και θέλει να το διαρρήξει, ας γνωρίζουμε τουλάχιστον τι είναι αυτό που κάνει. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα θέλαμε να σκεφτούμε ότι το βασικό της πρόβλημα είναι με τις γεωγραφικές συντεταγμένες του Αγνώστου Στρατιώτη που επιτρέπουν στις διαδηλώσεις που πραγματοποιούνται εκεί να ακούγονται καθαρά στα αυτιά εκείνων που απευθύνονται.
IN.GR