

ΡεπορτάζΓιάννης Μπασκάκης
Η γραμμή άμυνας που υποχρεώνεται να χτίσει το Μαξίμου απέναντι στους κεραυνούς Καραμανλή και Βενιζέλου για την κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς. Την… αντιπολίτευση προσπαθεί να υποδείξει ως υπεύθυνη η κυβέρνηση, ενώ το ζήτημα προβληματίζει την εκλογική της βάση.
Κι εκεί που το μέγαρο Μαξίμου είχε στραμμένη την προσοχή του στην προσπάθεια να αμβλύνει τη δυσαρέσκεια που υπάρχει σε κομμάτι της βάσης της ΝΔ για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, οι κεραυνοί του Κώστα Καραμανλή και οι βόμβες του Ευάγγελου Βενιζέλου κατά της κυβέρνησης για το θέμα της κρίσης εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στους θεσμούς, υποχρεώνουν τώρα το Μαξίμου να αναζητήσει γραμμή άμυνας και σε αυτό το ζήτημα.
Ένα ζήτημα που προκαλεί εδώ και πολύ καιρό μεγάλο κυβερνητικό πονοκέφαλο (βλ. σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ, υπόθεση Τεμπών, σε συνέχεια του σκανδάλου των υποκλοπών και πολλών άλλων μικρότερης έντασης περιπτώσεων) και το οποίο επίσης, στο εσωτερικό της ΝΔ, θεωρείται παράγοντας με μεγάλη επίδραση στην εκλογική βάση του κόμματος.
Η δήλωση Μητσοτάκη
Εξ ού και έσπευσε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το Περιστέρι, να απαντήσει στις αιτιάσεις κατά της κυβέρνησης για τη δυσπιστία των πολιτών στους θεσμούς και τη Δικαιοσύνη, λέγοντας ότι «η αμφισβήτηση της εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη μπορεί πολύ εύκολα σε αυτό το τοξικό περιβάλλον να γίνει μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία στο μυαλό των πολιτών».
Με άλλα λόγια ο πρωθυπουργός επιλέγει τη γραμμή της άρνησης απέναντι στο φαινόμενο του ελλείμματος εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς, το οποίο βέβαια εξακολουθεί να καταγράφεται σε όλες τις σχετικές δημοσκοπήσεις.
Και μπορεί κυβερνητικές πηγές να αρνούνταν και ότι η πρωθυπουργική αυτή δήλωση αποτελεί απάντηση στον κ. Καραμανλή (τις δηλώσεις του οποίου η επίσημη κυβερνητική γραμμή εξακολουθεί να προσπαθεί να παρουσιάσει ως απευθυνόμενες στην αντιπολίτευση, χαρακτηρίζοντάς τις «επίκαιρες»), όμως είναι σαφές ότι η πρωθυπουργική αυτή τοποθέτηση έρχεται στον απόηχο των δηλώσεων του πρώην πρωθυπουργού, ο οποίος έθεσε ευθέως θέμα κρίσης αμφισβήτησης του θεσμικού πλαισίου, αλλά και των αντίστοιχων δηλώσεων του κ. Βενιζέλου, ο οποίος, εκτός των άλλων, τόνισε ότι «η χώρα έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη» (στις οποίες από την κυβέρνηση δεν αρνούνται ότι θέλησε να απαντήσει ο πρωθυπουργός).
Η γραμμή άμυνας
Σε αυτό το πλαίσιο της κυβερνητικής γραμμής άμυνας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης υποστήριξε (ΣΚΑΪ 100,3) ότι «η χώρα αυτή τη στιγμή έχει μια κυβέρνηση, η οποία έχει μια ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία» και ότι «βαθύτατο πρόβλημα» υπάρχει «σε πολλά άλλα κράτη της Ευρώπης» αλλά όχι στην Ελλάδα, η οποία, όπως είπε, «έχει μια πολιτική σταθερότητα που έχει προκύψει από εκλογές», ενώ όσον αφορά τα ζητήματα προστασίας των θεσμών, δεν παραδέχτηκε καμία ευθύνη της κυβέρνησης, προσπαθώντας να υποδείξει ως υπεύθυνη την… αντιπολίτευση.
Ειδικότερα υποστήριξε ότι «στην Ελλάδα όλα αυτά ετέθησαν εν αμφιβόλω τα προηγούμενα χρόνια», αναφερόμενος στην προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ και για μετά το 2019 που άλλαξε η κυβέρνηση, και ήρθε στην εξουσία η ΝΔ του Κυρ. Μητσοτάκη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και πάλι κατηγόρησε την αντιπολίτευση, λέγοντας ότι αυτή «αμφισβητεί τη Δικαιοσύνη. Ο ίδιος ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης λέει ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, επιτίθεται ένα άλλο κόμμα, όχι το ΠΑΣΟΚ, συνέχεια στη Δικαιοσύνη, αναφέρομαι στην κ. Κωνσταντοπούλου», για να καταλήξει ότι «όλα αυτά είναι πάρα πολύ προβληματικά και πολύ σωστά επεσήμανε ο πρώην πρωθυπουργός ο κ. Καραμανλής, ότι πρέπει να αφυπνίσουν συνολικά το πολιτικό σύστημα».
Αμηχανία
Φανερώνοντας έτσι και την πλήρη αμηχανία του μεγάρου Μαξίμου απέναντι στους κεραυνούς του Κ. Καραμανλή, στον οποίο δεν θέλει να επιτεθεί ευθέως (όπως είχε κάνει ο κ. Μητσοτάκης σχετικά με τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής) γιατί ξέρει ότι έτσι αποσυσπειρώνει τον πολιτικό του χώρο και ως εκ τούτου εξακολουθεί να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει την κριτική του πρώην πρωθυπουργού σε βάρος του.
Την επίθεση στον κ. Καραμανλή, τον κ. Βενιζέλο και όσους ασκούν αντίστοιχη κριτική την έκανε ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης, ο οποίος αφού είπε (ΣΚΑΙ 100,3) ότι «η Ελλάδα ίσως είναι η πιο κυβερνήσιμη χώρα στο δυτικό στρατόπεδο», υποστήριξε ότι «η δικαιοσύνη αυτά τα δυόμιση χρόνια από την εθνική τραγωδία των Τεμπών και μετά, υπέστη και υφίσταται ακόμα μια τρομακτική επίθεση, η οποία προέκυψε από μια τεράστια συνωμοσία» για να συμπληρώσει εξαπολύοντας την επίθεση: «Η δικαιοσύνη υπονομεύτηκε μέσα από ένα τεράστιο ψέμα, μέσα από μια μεγάλη συνωμοσία, και εκεί δεν είπαν λέξη, κανένας τους, όσοι μιλούν τώρα για τη δικαιοσύνη με την έννοια αυτή ότι επλήγει από τη συμπεριφορά της κυβέρνησης».
Στο ίδιο πλαίσιο υποστήριξε ακόμα ότι «αυτά τα δυόμιση χρόνια, γίνονται τόσο μεγάλες μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη, οι οποίες οδηγούν τη δικαιοσύνη να αρχίσει να αποδίδει συγκλονιστικά σε σχέση με αυτό που γινόταν πριν» και να επιτεθεί στην αντιπολίτευση, λέγοντας ότι «αν διατρέχουμε έναν κίνδυνο να καταστούμε χώρα μη κυβερνήσιμη, είναι αν αυτό το ετερόκλητο πολιτικό συνονθύλευμα, το οποίο κινείται από προσωπικές πολιτικές βεντέτες, κάποια στιγμή θα έπαιρνε την τύχη της χώρας στα χέρια της».
Η κριτική
Με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση επιλέγει να κινηθεί μετωπικά απέναντι στην εξαιρετικά σαφή κριτική που διατύπωσε στην Παλιά Βουλή ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καρμανλής, ο οποίος τόνισε ότι όταν η εύρυθμη λειτουργία των θεσμών, η εμπέδωση κράτους δικαίου και η ουσιαστική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αμφισβητούνται, «όταν ένα πολύ μεγάλο τμήμα της κοινωνίας και μάλιστα διαρκώς διευρυνόμενο, πιστεύει ότι αυτά δεν ισχύουν, ότι οι ευαίσθητοι θεσμοί χειραγωγούνται, ότι το κοινοβούλιο υποβαθμίζεται, ότι οι κυβερνήσεις αγνοούν τις ανάγκες της και δεν καταλαβαίνουν τις αγωνίες της, ότι οι ισχυροί δεν ελέγχονται, ότι η αυστηρότητα του κράτους εξαντλείται επί των λιγότερο ευνοημένων πολιτών τότε έχουμε κρίση. Κρίση απαξίωσης, κρίση απονομιμοποίησης, κρίση αμφισβήτησης και απόρριψης του θεσμικού πλαισίου και του πολιτικού συστήματος».
Και προειδοποίησε ότι αν η «αποκατάσταση του σεβασμού και της εμπιστοσύνης των πολιτών» αποβεί «ανέφικτη ή άκαρπη οδεύουμε προς μείζονα θεσμική κρίση». Και «αν υποτιμηθεί ή αγνοηθεί βαδίζουμε ολοταχώς σε πολιτική κρίση πρώτου μεγέθους» που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε εθνική κρίση.
Από την πλευρά του ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος, σημείωσε (ΕΡΤ) ότι «υπάρχει ένα αδιέξοδο θεσμικό, η κοινωνία δεν πιστεύει ότι λειτουργούν οι θεσμοί, εκφράζει μία δυσαρέσκεια για το επίπεδο της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, για τη λειτουργία της δικαιοσύνης, για τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, για τη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών. Καταγράφεται μία κρίση πολιτικής συμμετοχής και αντιπροσώπευσης, δεν υπάρχει διάθεση συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι, στα κόμματα, δεν αναγνωρίζεται ότι είναι σοβαρός και παραγωγικός ο ρόλος των κομμάτων του πολιτικού συστήματος», ενώ επισήμανε ότι «η χώρα έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη. Έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη και στην παρούσα Βουλή, με την παρούσα πλειοψηφία και την παρούσα κυβέρνηση».
Το βάρος
Και στο Μαξίμου αντιλαμβάνονται πολύ καλά το βάρος της κριτικής του κ. Καραμανλή, ο οποίος εκφράζει εμφατικά το παραδοσιακό κομμάτι της βάσης της ΝΔ, ενώ γνωρίζουν και ότι η κριτική του πρώην αντιπροέδρου της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου αποσυσπειρώνει κεντρογενή ακροατήρια στα οποία απευθύνονται και στα οποία επένδυσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης προκειμένου να ανέλθει στην εξουσία του 2019.
Και αν προσθέσει κανείς και τη σφοδρή κριτική που είχε ασκήσει στον πρωθυπουργό με αφορμή τις ακραίες μεθοδεύσεις του στην ψηφοφορία στη Βουλή για την Προανακριτική επιτροπή, ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος είχε καταλογίσει στην κυβέρνηση ότι «ακυρώνει τη θεσμική ομαλότητα της Μεταπολίτευσης», μπορεί να αναλογιστεί τις συμπληγάδες στις οποίες βρίσκεται με το ζήτημα των θεσμών το μέγαρο Μαξίμου.
IN.GR