

Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Η κυβέρνηση θέλει να «δώσει τα ρέστα της» το 2026, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει στρατηγική ανάπτυξης
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη φαίνεται να πιστεύει ότι το «δυνατό χαρτί» της είναι η οικονομία. Σε τελική ανάλυση, όπως τονίζει, κατάφερε να διατηρήσει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Βεβαίως η πεποίθησή της δείχνει να προσκρούει στο γεγονός ότι αυτή τη στιγμή ο λόγος που η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας είναι έντονα δυσαρεστημένη μαζί της, βάσει τουλάχιστον των δημοσκοπήσεων, είναι η ακρίβεια, δηλαδή η κατάσταση της οικονομίας.
Τι σκέφτεται να κάνει η κυβέρνηση απέναντι σε αυτή την αντίφαση; Κατά βάση η στρατηγική της είναι να «παίξει τα ρέστα της» το 2026, με την ελπίδα ότι αυτό θα έχει έναν θετικό αντίκτυπο και θα «γυρίσει το κλίμα» στις εκλογές της άνοιξης του 2027.
Η στρατηγική αυτή στηρίζεται στο ότι το 2026 θα μπουν στα δημόσια ταμεία περίπου 12 δισεκατομμύρια από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, πράγμα που θα τονώσει κάπως την «αναπτυξιακή δυναμική». Σε αυτό προστίθεται ότι θα καταγραφούν κάποιες αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς, κάτι που εξηγεί γιατί έσπευσε να ανακοινώσει μετά τυμπανοκρουσιών την υποτιθέμενη επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων. Ελπίζει ότι όλα αυτά θα διαμορφώσουν ένα καλύτερο κλίμα στην κοινωνία.
Βεβαίως αυτό που δεν ομολογούν είναι ότι μετά το 2026 αυτές οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις θα σταματήσουν. Γι’ αυτό και η επίσημη πρόβλεψη είναι για επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης από το 2027 και μετά.
Κοντολογίς, η κυβέρνηση κάνει σχεδιασμό με ορίζοντα το τέλος του 2026, αποσιωπώντας ότι δεν έχει κανένα σχεδιασμό για το πώς θα υπάρξει ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική από το επόμενο έτος. Για την ακρίβεια ξέρει ότι από το 2027 και μετά η ελληνική οικονομία θα βρεθεί σε ένα νέο τοπίο με ανοιχτές πληγές και απουσία σχεδίου για μια βιώσιμη ανάπτυξη.
Και την ίδια στιγμή, θα είναι οι δικές της πολιτικές αυτές που θα έχουν υπονομεύσει τη δυνατότητα μιας διαφορετικής πορείας. Θα έχουν δεσμεύσει πόρους σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, θα έχουν προκρίνει ένα μοντέλο ανάπτυξης που δεν στηρίζεται σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, θα έχουν αφήσει να παγιωθεί η στεγαστική κρίση και η έκρηξη της ακρίβειας.
Πράγμα που σημαίνει ότι και τα χρήματα που θα ρίξει στην αγορά και οι αυξήσεις μισθών, που θα είναι φυσικά μικρότερες από την πραγματική αύξηση του κόστους ζωής, ακόμη και οι αυξημένοι διορισμοί στο δημόσιο δεν θα δύνανται να τροποποιήσουν πραγματικά τη σημερινή οικονομική συνθήκη. Και η χώρα θα φτάνει στο τέλος της «Οκταετίας Μητσοτάκη» χωρίς να έχει μια σαφή εικόνα για το μέλλον της. Και το πιο πιθανό είναι τότε οι πολίτες να μην κάνουν την εκτίμηση ότι αυτή η κυβέρνηση έφερε την «κανονικότητα», αλλά ότι σπατάλησε τις ευκαιρίες που είχε μετά το 2019 και που καμιά κυβέρνηση δεν είχε στη δεκαετία του 2010.
Γιατί στην πραγματικότητα αυτή η κυβέρνηση δεν διέθετε σχέδιο εξαρχής. Αυτό που είχε ήταν η έξοδος από τα Μνημόνια που η προηγούμενη κυβέρνηση είχε εξασφαλίσει και ένα χρηματοδοτικό μαξιλάρι που η προηγούμενη κυβέρνηση είχε διαμορφώσει, αρνούμενη να πάει σε γραμμή «δώστα όλα» πριν τις εκλογές του 2019. Σε αυτό προστέθηκε μια αναπτυξιακή δυναμική που ερχόταν ακριβώς από το τέλος των Μνημονίων και βεβαίως η αλλαγή στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην πανδημία που μεταξύ άλλων έδωσε τα περιθώρια στα κράτη-μέλη να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες. Από εκεί και πέρα το σχέδιο της ήταν πολύ απλό: ό,τι θέλουν οι επενδυτές και οι ιδιώτες, αρκεί να κάνουν κανένα… μερεμέτι στις κρατικές υποδομές.
Και αυτό εξηγεί γιατί ξέφυγε από την κυβέρνηση το ζήτημα της ακρίβειας, γιατί οι πολίτες βλέπουν οι μισθοί και οι συντάξεις να τελειώνουν πριν το τέλος του μήνα, γιατί διογκώνοντα τα ελλείματα του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος τα οποία οι ιδιώτες δεν μπορούν να καλύψουν.
Γι’ αυτό τον λόγο ακόμη και εάν «δώσουν τα ρέστα τους» το 2026 πάλι στο τέλος τείχος δυσαρέσκειας και εκλογική απόρριψη θα συναντήσουν.
IN.GR











