ΡεπορτάζΑνθή Γεωργίου
Πώς θα καλυφθούν οι ανάγκες των εξαγωγών για ελληνική επιτραπέζια ελιά
Με ορατό τον κίνδυνο να χαθούν αγορές και να υπάρξει κατακόρυφη μείωση των εξαγωγών εξελίσσεται η φετινή σεζόν 2023-24 – η πλέον καταστροφική των τελευταίων δεκαετιών – για την επιτραπέζια ελιά. Την ίδια στιγμή ανοίγει ο δρόμος για εισαγωγές πράσινων ποικιλιών από τρίτες χώρες, προκειμένου οι μεταποιητικές και εξαγωγικές εταιρείες να καταφέρουν να καλύψουν τις ανάγκες αγορών με χαμηλότερες ποιοτικές απαιτήσεις.
Η καταστροφική χρονιά της πρωτογενούς παραγωγής επιτραπέζιας ελιάς, με την πρωτοφανή ακαρπία λόγω κλιματικής κρίσης, που έδωσε τις μικρότερες συγκομιδές των τελευταίων χρόνων, φέρνει μαζί και σοβαρές συνέπειες σε όλους τους κλάδους, από τον παραγωγό, μέχρι την μεταποίηση και τις εξαγωγικές επιχειρήσεις.
Η μείωση της παραγωγής για τις πράσινες ποικιλίες (Χαλκιδική και Αμφίσσης/Κονσερβολιά έφτασε στο 90% μιας κανονικής χρονιάς, ενώ για την ποικιλία Καλαμών στο 50 με 60% (εκτιμάται ότι θα φτάσει τους 50.000 με 60 τόνους).
Με όπλο την ποιότητα
Η ελληνική επιτραπέζια ελιά, με τα μοναδικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, που την ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες ανά τον κόσμο, έχει καταφέρει τις τελευταίες δεκαετίες να κατακτήσει τις αγορές του εξωτερικού, με την Ελλάδα να εξακολουθεί να είναι 2η εξαγωγός χώρα στην παγκόσμια κατάταξη, με ετήσια αξία εξαγωγών 600 εκατ. ευρώ.
Και αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της μοναδικής ποιοτικής υπεροχής των ελληνικών επιτραπέζιων ελιών έναντι των προϊόντων τρίτων χωρών, αποτελεί, όπως εξηγεί στον ΟΤ ο πρόεδρος της ΠΕΜΕΤΕ Κώστας Ζούκας, «το βασικό μας όπλο για να αντισταθούμε σε μια ενδεχόμενη απώλεια αγορών φέτος λόγω της μειωμένης παραγωγής».
Τα τελευταία χρόνια, η επιτυχημένη εξαγωγική πορεία της επιτραπέζιας ελιάς, οδήγησε σε φυτεύσεις εκατοντάδων χιλιάδων δενδρυλλίων, οι οποίες απέδωσαν και είχε ως αποτέλεσμα η παραγωγή να είναι ικανοποιητική και να καλύπτει τις ανάγκες της εγχώριας αλλά και ξένης αγοράς. Όμως, η κλιματική κρίση φέτος χτύπησε τις παραγωγές επιτραπέζιας ελιάς σε όλη τη μεσογειακή λεκάνη, με εξαίρεση την Αίγυπτο, η οποία έχει υπερπαραγωγή, με αποτέλεσμα φέτος να αποτελεί τον κύριο ανταγωνιστή μας στις εξαγωγές.
«Χρονιά σαν τη φετινή, που είχε δεκαετίες να συμβεί, προκειμένου να περιορίσουμε την απώλεια των αγορών αλλά και να διασφαλίσουμε τις θέσεις εργασίες στις γραμμές παραγωγής, θα προχωρήσουμε σε εισαγωγές πράσινων ποικιλιών, οι οποίες θα καλύψουν αγορές με μειωμένα ποιοτικά στάνταρ», εξηγεί ο κ. Ζούκας.
Τονίζει δε, ότι εφόσον γίνουν εισαγωγές θα πρέπει να τηρηθεί η νομοθεσία περί σήμανσης και προέλευσης, ώστε να γνωρίζει ο τελικός καταναλωτής τι ακριβώς αγοράζει.
Σχεδόν μηδενική η πράσινη ελιά Χαλκιδικής
Αντιμέτωποι με την χειρότερη χρονιά των τελευταίων χρόνων βρέθηκαν οι παραγωγοί στη Χαλκιδική, με τους περισσότερους απ’ αυτούς να μην καταφέρουν να συγκομίσουν το προϊόν, καθώς σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία φέτος μετά βίας οι ποσότητες έφτασαν τους 10.000 με 15.000 τόνους.
«Δεν έχουμε ξαναδεί τέτοια χρονιά. Η χρονιά ήταν τόσο ελλειμματική, που χαρακτηριστικό είναι παραγωγοί με 150 τόνους πέρσι (με τιμή κατά μέσο όρο το 1 ευρώ) φέτος κατάφεραν να μαζέψουν μόλις 5 τόνους. Οι επιπτώσεις είναι σοβαρές για όλο το νομό καθώς το 60% των κατοίκων ασχολούνται αποκλειστικά με την καλλιέργεια της πράσινης ελιάς», τονίζει στον ΟΤ, το μέλος του ΑΣ Αγίου Μαμά Χαλκιδικής Νίκος Ανοιξάς.
Όπως εξηγεί η πράσινη ελιά Χαλκιδικής έπεσε θύμα της κλιματικής αλλαγής, καθώς η έλλειψη χαμηλών θερμοκρασιών το χειμώνα, δεν επέτρεψε στα ελαιόδεντρα να πέσουν σε λήθαργο, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν και να μην δώσουν παραγωγή.
Τα προβλήματα, όπως μας λέει ο κ. Ανοιξάς είναι ήδη ορατά καθώς «δεν έχουμε τα χρήματα να αγοράσουμε τα εφόδια για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο. Από την στιγμή που γίνεται η συλλογή αμέσως ξεκινάμε με λιπάνσεις, με ψεκασμούς. Δεν θα μπορέσουμε να φροντίσουμε τις καλλιέργειες μας με τον τρόπο που πρέπει».
Τα νούμερα …μιλούν
Λιγότερες κατά 50 με 60% αναμένονται οι ελιές Καλαμών, οι οποίες αποτελούν και τη ναυαρχίδα των εξαγωγών.
Εν μέσω ελαιοσυγκομιδής της ποικιλίας Καλαμών, την εικόνα από την Φθιώτιδα, την Λακωνία και την Αιτωλοακαρνανία μεταφέρουν στον ΟΤ παραγωγοί, οι οποίοι εκτός από τις μειωμένες ποσότητες έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με έντονες δακοπροσβολές, που έχει χτυπήσει τον καρπό. Παράλληλα, εκφράζουν τον έντονο προβληματισμό τους για το αν θα μπορέσουν την επόμενη χρονιά να ανταπεξέλθουν στα έξοδα καλλιέργειας.
«Η παραγωγή μας φέτος είναι μειωμένη κατά 60% αλλά και χτυπημένη από τον δάκο, με αποτέλεσμα μεγάλη μερίδα της ποσότητας που έχει συγκομιστεί να κατευθύνεται στην ελαιοποίηση», μεταφέρει στον ΟΤ, ο γραμματέας του Αγροτικού Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Λιβανατών Φθιώτιδας Ανέστης Μαυροειδής.
Οι τιμές παραγωγού για τις Καλαμών είναι αυξημένες, αλλά όπως μας λέει «δεν υπάρχει προϊόν. Η τιμή στις ελιές νέας συγκομιδής ανέρχεται στα 1,70 ευρώ τα 200 τεμάχια, ενώ οι περσινές, για όσους έχουν αποθέματα στις αποθήκες έχουν φτάσει στο 2,10 ευρώ τα 200 τεμάχια». Αντίστοιχα, όπως σημείωσε «είχαμε υπερπαραγωγή και η μέση τιμή ήταν τα 0,70 – 0.80 ευρώ τα 200 τεμάχια, τιμή κάτω του κόστους παραγωγής. Έτσι, πέρυσι οι παραγωγοί με μειωμένο εισόδημα δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν σε όλα τα καλλιεργητικά έξοδα».
Η ίδια κατάσταση και στην Αιτωλοακαρνανία, που σύμφωνα με τον γεωπόνο, ταμία της Εθνικής ΔΟΕΠΕΛ και μέλος του ΑΣ Αρχαία Ωλένεια Αιτωλοακαρνανίας «Stamna Olives» Θανάση Μπαλτά, η μείωση στην Καλαμών αναμένεται στο 50 με 60%, ενώ οι πράσινες ποικιλίες είχαν μείωση κατά 90%.
«Όταν η παραγωγή έχει πέσει στη μισή, όσο και να αυξηθεί η τιμή, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ο παραγωγός θα εξασφαλίσει ένα καλό εισόδημα για να συνεχίσει να παράγει», επισημαίνει ο κ. Μπαλτάς, σημειώνοντας ότι φέτος η μέση τιμή κυμαίνεται στο 1,80 ευρώ τα 200 τεμάχια.
Προβλήματα με τον δάκο, που θα έχει ως αποτέλεσμα αρκετές ελιές να κατευθυνθούν στο ελαιοτριβείο για ελαιοποίηση, αντιμετωπίζουν και οι καλλιέργειες στη Λακωνίας. Ο αντιπρόεδρος του ΑΣ Γερακίου Λακωνίας και μέλος της Εθνικής ΔΟΕΠΕΛ, Στυλιανός Μιχαλούτσος, εκτιμά ότι η μείωση φέτος στην περιοχή θα φτάσει το 60%: «Γενικώς υπάρχει μεγάλη πτώση στις αποδόσεις της περιοχής».
«Οι τιμές από τα 0,60 – 0,70 ευρώ έφτασαν φέτος το 1,70 ευρώ (από το μεγαλύτερο μέγεθος έως τα 300 τεμάχια). Όμως δεν είμαστε σίγουροι ότι στο τέλος θα μείνει κάτι στον παραγωγό, καθώς έχουν ανέβει οι τιμές στα μεροκάματα, στα λιπάσματα, στο ρεύμα κ.ά», τονίζει.
Πηγή: ΟΤ