

Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Φαινομενικά η Γαλλία απέχει ως προς το πολιτικό κλίμα έτη φωτός από την Ελλάδα.
Εκεί μέσα σε δύο χρόνια έχουν αλλάξει καμπόσους πρωθυπουργούς, οι κυβερνήσεις είναι ουσιαστικά μειοψηφίας, ο Πρόεδρος είναι βαθιά αντιδημοφιλής, η πολιτική κρίση βαθαίνει την ώρα που παραμένει ασαφές εάν θα περάσουν τα μέτρα λιτότητας.
Εδώ έχουμε τον ίδιο πρωθυπουργό πάνω από έξι χρόνια, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του είναι ακλόνητη, όποιο μέτρο θέλει το περνάει και άμεση πολιτική απειλή δεν έχει.
Βεβαίως, εάν κοιτάξουμε λίγο πιο προσεκτικά θα δούμε ότι η απόσταση κάπως μικραίνει.
Όπως και ο Εμανουέλ Μακρόν ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι αντιδημοφιλής. Μπορεί να είναι πιο δημοφιλής από τους ηγέτες των κομμάτων που βρίσκονται σήμερα στη Βουλή, αλλά δημοφιλέστερος πολιτικός στην Ελλάδα είναι ο «Κανένας». Οι δείκτες αποδοκιμασίας της κυβέρνησης είναι πολύ ψηλά. Η ελληνική κοινωνία είναι θυμωμένη και δυσαρεστημένη και σε μεγάλο δεν δείχνει εμπιστοσύνη στο πολιτικό σκηνικό.
«Ναι, αλλά η Γαλλία πρέπει τώρα να εφαρμόσει μέτρα λιτότητας, ενώ η χώρα μας τα έχει αφήσει όλα αυτά πίσω και έχει ανάπτυξη», θα έλεγε κάποιος.
about:blank
Μόνο που στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε ονομαστική ανάπτυξη και ονομαστικές αυξήσεις μισθών, αλλά έχουμε και κρίση κόστους ζωής, και μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα που φτιάχνονται κυρίως μέσα από τους έμμεσους φόρους και υποχρηματοδότηση της δημόσιας υγείας και παιδείας, στην πραγματικότητα δηλαδή έχουμε μια διαρκή λιτότητα και μια διαρκή υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους.
Αντίστοιχα, ως προς την εικόνα πολιτικής σταθερότητας τα πράγματα είναι κάπως πιο σύνθετα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξέρει ότι δεν μπορεί να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Γνωρίζει, δηλαδή, ότι ακόμη και εάν είναι πρώτο κόμμα, αυτοδυναμία δεν θα έχει.
Με τον ίδιο τρόπο που ο Εμανουέλ Μακρόν εδώ και χρόνια ξέρει ότι εκπροσωπεί μία μειοψηφία στη γαλλική κοινωνία.
Και τι κάνει ο Εμανουέλ Μακρόν αυτή τη στιγμή; Εκβιάζει με έναν πρωθυπουργό του δικού του κόμματος, αρνούμενος να πάει σε εκλογές, αλλά και αρνούμενος να δώσει την πρωθυπουργία σε άλλους χώρους.
Τι προσπαθεί επί της ουσίας να κάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Να εξασφαλίσει ότι θα παραμείνει στο κέντρο της διαχείρισης της εξουσίας έστω και εκβιάζοντας κάποια «πρόθυμη» παράταξη ή μερίδα παράταξης να συγκυβερνήσουν.
Όλα αυτά έχουν ως βάση μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη σε ένα τμήμα του Κέντρου και της Κεντροδεξιάς, αυτό που ασπάζεται την ιδεολογία του «Ακραίου Κέντρου», δηλαδή τον συνδυασμό ανάμεσα σε τεχνοκρατία, νεοφιλελευθερισμό και αυταρχική περιφρόνηση της λαϊκής βούλησης. Είναι η αντίληψη ότι καμιά άλλη παράταξη δεν δικαιούται να κυβερνήσει. Ότι κάθε άλλη παράταξη, είτε πρόκειται για «τα άκρα», είτε πρόκειται για την «κλασική δεξιά», είτε για μια σύγχρονη δημοκρατική παράταξη με έμφαση στην αναδιανομή και τη δικαιοσύνη, στην πραγματικότητα θα φέρει την καταστροφή και άρα θα πρέπει να μην ασκήσει εξουσία.
Μόνο που αυτή η – ομολογημένη ή ανομολόγητη μικρή σημασία έχει – επιθυμία χειραγώγησης της πολιτικής διαδικασίας στο τέλος απλώς καταλήγει να ευνοεί ακόμη περισσότερο την Άκρα Δεξιά που μπορεί να διεκδικεί να είναι το «αντίπαλο δέος» και η «εναλλακτική».
Και το γεγονός ότι η αντίδραση του «Ακραίου Κέντρου» σε αυτό το ενδεχόμενο είναι η ακόμη πιο αυταρχική στροφή και η μίμηση των πολιτικών και της ρητορικής της Άκρας Δεξιάς (κάτι που εσχάτως κάνει όλο και περισσότερο η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη). Κάτι που με τη σειρά του απλώς ενισχύει ακόμη περισσότερο την Ακροδεξιά.
Όλα αυτά απλώς δείχνουν ότι ο πυρήνας της πολιτικής κρίσης σήμερα, σε όλη την Ευρώπη, είναι πρωτίστως η απουσία πολιτικών σχημάτων και προτάσεων που να ξεφεύγουν από τα όρια του «Ακραίου Κέντρου» ή των παραλλαγών της Ακροδεξιάς, να εμπνέουν κυβερνητική αξιοπιστία και να μιλάνε ξανά για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία με τρόπο που να βοηθά τους πολίτες να αποκτήσουν ξανά εμπιστοσύνη στην πολιτική συμμετοχή και δράση.
Αυτό είναι το στοίχημα, εάν δεν θέλουμε να βρεθούμε σε ένα φαύλο κύκλο διαμαρτυρίας, ακυβερνησίας, αυταρχικών οξύνσεων και απουσίας προοπτικής.
IN.GR