

Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Η κυβέρνηση έχει απέναντί της το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, όμως δεν κάνει τίποτα για να αντιστρέψει τη σημερινή διαίρεση
Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις επιμένω πως δεν είναι η διαφορά της ΝΔ από το δεύτερο κόμμα, σε ένα πολιτικό τοπίο που όλοι γνωρίζουν ότι είναι μεταβατικό.
Το βασικό ζήτημα είναι η διαίρεση που καταγράφεται αυτή τη στιγμή στην κοινωνία.
Εάν κανείς κοιτάξει τα στοιχεία όλων των ερευνών, θα διαπιστώσει ότι διαμορφώνονται στην ελληνική κοινωνία δύο «παρατάξεις». Όχι με κομματικούς όρους, αλλά με κοινωνικούς.
Από τη μια έχουμε μια μεγάλη πλειοψηφία, πάνω από τα δύο τρίτα, που είναι δυσαρεστημένη, οργισμένη και θυμωμένη με την κατάσταση που επικρατεί: με την ακρίβεια, με την «κρίση των θεσμών», τη διάχυτη αίσθηση διαφθοράς.
Από την άλλη, έχουμε ένα συμπαγές κομμάτι της κοινωνίας, κοντά στο ένα τρίτο, που πιστεύει ότι τα πράγματα πηγαίνουν στη σωστή κατεύθυνση, που βλέπει το μέλλον με αισιοδοξία, που έχει θετική εικόνα και για την κυβέρνηση και για τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η Νέα Δημοκρατία πατάει πρωτίστως σε αυτό το κομμάτι της κοινωνίας, την ώρα που η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας δεν κατορθώνει προς το παρόν να βρει θετική διέξοδο και όραμα στο σημερινό πολιτικό τοπίο, εξ ου και ο κατακερματισμός του τοπίου της αντιπολίτευσης.
Όμως, το πρόβλημα δεν είναι απλώς ότι η ελληνική κοινωνία είναι διαιρεμένη. Σε τελική ανάλυση είναι οι κοινωνικές πολώσεις που παράγουν τις διαφορετικές πολιτικές και δίνουν και στη δημοκρατία το δυναμικό της χαρακτήρα.
Το πρόβλημα είναι ο τρόπος που η κυβέρνηση επενδύει σε αυτή τη διαίρεση. Ουσιαστικά προσπαθεί πρωτίστως να διατηρήσει συμπαγή την κοινωνική της βάση, χωρίς να προσπαθεί να διαμορφώσει μια ευρύτερη συναίνεση γύρω από τις πολιτικές της. Ακόμη χειρότερα, ο τρόπος που αντιμετωπίζει την κριτική στις πολιτικές της μοιάζει κάποιες φορές σαν να θέλει να συντηρήσει αυτή τη διαίρεση: για παράδειγμα την ώρα που το πραγματικό επίδικο είναι να μειωθούν οι έμμεσοι φόροι για να ανασάνουν τα λαϊκά στρώματα, η κυβέρνηση αντιπροτείνει τις φοροαπαλλαγές που κυρίως θα ωφελήσουν τα στρώματα με σχετικά υψηλότερα εισοδήματα. Την ώρα που η κοινωνία αγωνιά για τις ελλείψεις στα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια, η κυβέρνηση κυρίως ασχολήθηκε με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια που αφορούν πρωτίστως το δικό της ακροατήριο. Την ώρα που το πρόβλημα είναι τα υψηλά ενοίκια και συνολικά το κόστος στέγασης, η κυβέρνηση παρότι σε επίπεδο ρητορικής παραδέχεται το πρόβλημα κυρίως αντιμετωπίζει τη στέγη ως πεδίο επένδυσης και όχι κοινωνικής πολιτικής.
Με αυτό τον τρόπο παγιώνεται όχι μόνο η πολιτική διαίρεση, οι δύο κόσμοι που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, αλλά επιτείνεται και η κοινωνική διαίρεση και πόλωση. Και παρότι το τελευταίο διάστημα ιδίως ο πρωθυπουργός προσπαθεί να δείξει ότι αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει κοινωνικό πρόβλημα, στην πράξη η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τις απαιτήσεις της κοινωνικής πλειοψηφία ως «λαϊκισμό». Σε ορισμένες περιπτώσεις προσπαθεί να πείσει ότι όσοι διαμαρτύρονται δεν αντιπροσωπεύουν την κοινωνία, αλλά έχουν πολιτική σκοπιμότητα. Δείτε για παράδειγμα πώς ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης επιμένει ότι αυτοί που διαμαρτύρονται το κάνουν επειδή είναι… κομμουνιστές ή μίζεροι.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από το να εμπεδωθεί η πεποίθηση σε μεγάλα κοινωνικά κομμάτια ότι θα είναι τα μονίμως αδικημένα, την ώρα που κάποια θα είναι τα μονίμως ευνοημένα. Γιατί αυτή η συνθήκη δεν οδηγεί πάντα σε νικηφόρα κοινωνικά κινήματα και τελικά μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή. Μπορεί να οδηγήσει και σε έναν κοινωνικό κανιβαλισμό και ακόμη μεγαλύτερη διαίρεση.
Είναι ακριβώς αυτή η συνθήκη και ο κίνδυνος που ελλοχεύει που καθιστά επιτακτικό ένα αίτημα πολιτικής αλλαγής. Γιατί μόνο μια ριζική αναπροσαρμογή των πολιτικών που εφαρμόζονται, ιδίως στην οικονομία, μπορεί να εξασφαλίσει ότι το σύνολο της κοινωνίας θα δει μια βελτίωση στους όρους ζωής του και την προοπτική ενός καλύτερου μέλλοντος.
Δεν αρκεί απλώς να διορθωθούν κάποιες αδικίες. Πρωτίστως χρειάζεται να διαμορφωθεί μια ευρύτερη κοινωνική συμμαχία γύρω από το αίτημα μιας δίκαιης ανάπτυξης, μια κοινωνική συμμαχία για να πάει μπροστά η χώρα. Να το πω διαφορετικά: δεν χρειαζόμαστε μια αντίστροφη «ταξική μεροληψία» (που όταν δοκιμάστηκε δημιούργησε και οδυνηρές αντισυσπειρώσεις εάν θυμηθούμε τη σύγκρουση γύρω από το ασφαλιστικό το 2016). Χρειαζόμαστε μέτρα και πολιτικές που να φέρνουν από την ίδια μεριά το σύνολο της μεσαίας τάξης και το σύνολο των εργαζομένων και να εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή.
Η κυβέρνηση ακόμη και όταν ρητορικά φαίνεται να αναγνωρίζει το πρόβλημα, δεν έχει την ικανότητα να στοχαστεί τέτοιες πολιτικές με ορίζοντα την πραγματική κοινωνική δικαιοσύνη, ενώ όσο πηγαίνουμε κοντά στις εκλογές θα αναδιπλώνεται ακόμη περισσότερο στην κοινωνική της βάση.
Αυτή είναι μια πρόκληση για νέα πολιτικά σχήματα και συνθέσεις – ιδίως από τη στιγμή που το σημερινό τοπίο της αντιπολίτευσης είναι εμφανώς αναντίστοιχο των διαθέσεων της κοινωνίας – αλλά πρωτίστως για εκείνη τη συλλογική προσπάθεια για την επεξεργασία πολιτικών που να πηγαίνουν πέρα από τους δημοσιονομικούς δείκτες και από την απλή επιδίωξη μεγέθυνσης του ΑΕΠ και να φέρνουν στο προσκήνιο κοινωνικές ανάγκες, προσδοκίες και τελικά την «αγωνία αυτού του τόπου για ζωή».
IN.GR












