

ΆποψηΓράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Κάποιοι οραματίζονται να ποινικοποιηθεί η διατύπωση δημοσιογραφικών απόψεων μη αρεστών στην κυβέρνηση
Στο πλαίσιο της επικοινωνιακής – και όχι μόνο… – αντεπίθεσης της κυβέρνησης σε σχέση με την τραγωδία στα Τέμπη παρατηρώ και μία προσπάθεια διαφόρων να προτρέπουν να ασχοληθεί ο εισαγγελέας με όσα γράφτηκαν ή ειπώθηκαν για την τραγωδία και κατά τη γνώμη της κυβέρνησης αποτελούν μια θεωρία συνωμοσίας.
Δηλαδή, προτείνουν η δικαιοσύνη να επιτρέψει την ποινικοποίηση των δημοσιογραφικών ερευνών και απόψεων που επέμειναν και επιμένουν ότι υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα για το τι ακριβώς συνέβη στα Τέμπη, μεγάλες ευθύνες κυβερνητικών παραγόντων για την απουσία υποδομών που θα πρόσφεραν ασφάλεια, βαριές σκιές για τις πρακτικές «μονταζιέρας» που προσπάθησαν να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη γύρω από τη θεωρία του «ανθρώπινου λάθους και μόνο», κρίσιμα κενά και αμείλικτα ερωτήματα για επιλογές όπως το μπάζωμα του χώρου που αντικειμενικά δυσχέραινε την έρευνα του τόπου που σημειώθηκε η τραγωδία.
Κοντολογίς κάποιοι θέλουν να ποινικοποιηθεί οποιαδήποτε άποψη δεν καταλήγει σε μια άνευ όρων αποδοχή και αναπαραγωγή της κυβερνητικής ρητορικής.
Και τέτοιες απόψεις διατυπώνονται ανερυθρίαστα και μάλιστα στο όνομα της ομαλής λειτουργίας της δημοκρατίας.
Κάποια στιγμή όμως πρέπει να συνεννοηθούμε τι εννοούμε όταν λέμε δημοκρατία και κατ’ επέκταση πότε μπορούμε να την επικαλούμαστε.
Γιατί δημοκρατία σίγουρα δεν σημαίνει ότι όποιο κόμμα διαθέτει τουλάχιστον 151 βουλευτές αποκτά το δικαίωμα όχι μόνο να κυβερνά και να περνά νόμους από τη Βουλή, αλλά και να υπαγορεύει την μόνη επιτρεπτή «αλήθεια» ή να μπορεί να απειλεί με διωγμό ή φυλακή όσους την κρίνουν αυστηρά, διαφωνούν με την πολιτική της, αποκαλύπτουν τα λάθη και τις ευθύνες της και καλούν την κοινωνία σε μαζική κινητοποίηση. Η Δημοκρατία δεν έχει καμία σχέση με τη λογοκρισία είτε προληπτική είτε κατασταλτική.
Γιατί στην ελληνική ιστορία μάθαμε δυστυχώς πολύ καλά πώς λένε το σύστημα διακυβέρνησης όπου η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τον κρατικό και δικαστικό μηχανισμό ενάντια σε όσους έχουν διαφορετική γνώμη και προσπαθεί να κάνει δημοσιογράφους, πολιτικούς, συνδικαλιστές να σιωπήσουν: και το λένε χούντα και όχι δημοκρατία.
Και το πιο ανησυχητικό είναι η ευκολία με την οποία μια σειρά απολογητές της κυβέρνησης, προερχόμενοι από τον ευρύτερο χώρο που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «Ακραίο Κέντρο», είναι διατεθειμένοι να ξεχάσουν κάθε έννοια συνταγματικών εγγυήσεων και δικαιωμάτων όταν πρέπει να υπερασπιστούν μία κεντρική πολιτική επιλογή. Μια μετάλλαξη των «υποχρεωτικών κειμένων» για να χρησιμοποιήσουμε όρους σκοτεινών περιόδων.
Και αυτό λέει πολλά και για το πώς σκέφτονται όσοι πιστεύουν ότι είναι «με τη σωστή πλευρά της ιστορίας». Αλλά εξηγεί και γιατί αυτή τη στιγμή βλέπουμε να πληθαίνουν τα κρούσματα εργαλειοποίησης της δικαιοσύνης. Στα οποία, δυστυχώς, συναινούν ή ακόμη και πρωτοστατούν εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας.
Προφανώς ως απόπειρα να μεταστραφεί το κλίμα, να κλείσει το βαθύ ρήγμα στην ελληνική κοινωνία και να ξεπεραστεί η κρίση νομιμοποίησης με την οποία αναμετριέται σήμερα η κυβέρνηση, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Το ποτάμι δεν γυρνάει πίσω πια, όσες φορές και εάν αναπαραχθεί η φράση «θεωρία συνωμοσίας» και όλες οι παραλλαγές της, όσες προσπάθειες και αν γίνουν για αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης, με παραγράφους σε πορίσματα που σβήνονται για να ξαναγραφούν πιο σωστά, με καταιγισμό πληροφοριών για προδιαγραφές σε μοντέλα προσομοίωσης και επιστημονικές μεθόδους που αδυνατεί να κατανοήσει.
Το μόνο που καταφέρνουν είναι απλώς να καταστρέφουν όση εμπιστοσύνη στους θεσμούς έχει απομείνει στην ελληνική κοινωνία. Να εμπεδώνουν στην κοινωνία την αίσθηση ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Να καθιστούν «κοινό τόπο» την πεποίθηση ότι το δίκιο τους θα βρίσκουν πάντα μόνο οι ισχυροί, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει ασυλία για τα εγκλήματά τους.
Μόνο που επειδή η ελληνική κοινωνία την πραγματική αίσθηση δικαίου δεν την έχει χάσει, καλό είναι να ξέρουν ότι την ετυμηγορία της την έχει ήδη βγάλει. Και δεν είναι καθόλου κολακευτική γι’ αυτούς.
IN.GR