ΡεπορτάζΙάσονας Σχινάς – Παπαδόπουλος
Υπάρχουν πεδία συγκλίσεων στην κεντροαριστερά; Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό φαντάζει μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία, προκειμένου να διαπιστωθούν διαφωνίες και συμφωνίες μεταξύ ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Αριστεράς πάνω στα μείζονα ζητήματα.
Θέσεις «μάχης» έχουν πάρει τα κόμματα εν όψει της ψήφισης του προϋπολογισμού και είναι προφανές ότι μέχρι την Κυριακή το βράδυ θα έχουν βγει στην επιφάνεια πεδία συγκλίσεων και διαφοροποιήσεων μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων που κινούνται στον λεγόμενο προοδευτικό χώρο, στην κεντροαριστερά. Και μπορεί όλες οι πλευρές να επικεντρώνονται στα κοινοβουλευτικά «τζαρτζαρίσματα» με την κυβέρνηση, εντούτοις, άπαντες θα μετρήσουν τη στρατηγική τους, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους- μεταξύ άλλων- και τις δημοσκοπικές τους επιδόσεις.
ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά, καθένας διεκδικεί το δικό του μερίδιο στην προοδευτική «πίττα», ωστόσο, η εξίσωση φαντάζει σύνθετη για όλους. Είναι επίσης, δεδομένο ότι όσα γράφονται δεν… ξεγράφονται, άρα, τα «βέλη» που θα επιλέξουν να ανταλλάξουν και μεταξύ τους τα κόμματα της κεντροαριστεράς και της αριστεράς, θα αποτυπώσουν προθέσεις και διαθέσεις για την επόμενη ημέρα.
Είναι εφικτή η σύγκλιση ή ο τρόπος που θα τοποθετηθούν οι τρεις πλευρές θα μεγαλώσει την μεταξύ τους απόσταση; Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πάντως, ότι τα πεδία συνεργασίας των προοδευτικών κομμάτων θα «ναρκοθετούνται» όλο και περισσότερο, μέρα με τη μέρα, στο όνομα μάλιστα των συνεργασιών. Και εκεί είναι που τον πρώτο λόγο έχει το πολιτικό περιεχόμενο, το πρόγραμμα και όχι οι ευχές.
Δημοσκοπικά ζυγίσματα στη κεντροαριστερά
Στη Χαριλάου Τρικούπη γνωρίζουν καλά ότι οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν τον ούριο άνεμο που πνέει στα πανιά τους. Το ΠΑΣΟΚ έχει κατοχυρωθεί ως η νέα αξιωματική αντιπολίτευση και η στρατηγική Ανδρουλάκη είναι συγκεκριμένη. Να αποτελέσει το κόμμα του πράσινου ανατέλλοντος ηλίου τον αντίπαλο πόλο της ΝΔ.
Εύλογα μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί τί να τους κάνεις τους συμμάχους εάν η πολιτική που ασκείς αποδίδει καρπούς και σε «ψηλώνει» χωρίς τη βοήθεια τρίτων. Κατά συνέπεια, η αυτόνομη και διακριτή πορεία του ΠΑΣΟΚ είναι κάτι περισσότερο από δεδομένη, από τη στιγμή μάλιστα, που οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ότι το κόμμα δεν έχει πιάσει ακόμη «ταβάνι». Από την άλλη, δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν ότι δεν θα αργήσει να φτάσει η μέρα που θα υπάρξουν οι πρώτες έντονες τριβές με τον έτερο ιδεολογικό εσωκομματικό πόλο, που ακούει στο όνομα Άννα Διαμαντοπούλου. Μέχρι στιγμής, ο Νίκος Ανδρουλάκης διατηρεί, χωρίς ιδιαίτερες παραφωνίες, τις εσωκκομματικές ισορροπίες. Το ερώτημα είναι για πόσο.
Σε αυτό «ποντάρουν» τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η Νέα Αριστερά. Αναφορικά με την Κουμουνδούρου, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σταθεροποίηση των εκλογικών της ποσοστών με ανοδική τάση. Η εκλογή του Σωκράτη Φάμελλου, εκ πρώτης όψεως, ανέκοψε την δημοσκοπική κατηφόρα, ωστόσο, κοινοβουλευτικά, το κόμμα συνεχίζει να «ματώνει» μετά και την ανεξαρτητοποίηση της Ράνιας Θρασκιά. Από 47 βουλευτές που είχε το 2023, πλέον, αριθμεί μόλις 26. Ο ΣΥΡΙΖΑ- γνωρίζοντας πως η απόσταση με τη Χαριλάου Τρικούπη μεγαλώνει – είναι προφανές ότι θα επιμείνει στις επιθέσεις «φιλίας», κατηγορώντας τον Νίκο Ανδρουλάκη για λογικές συναινετικού δικομματισμού.
Άλλωστε, μόνο τυχαία δεν ήταν η αναφορά του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του κόμματος εναντίον της Άννας Διαμαντοπούλου για το σχέδιο Πισσαρίδη. Δεν ήταν μόνο, όμως, ο Νίκος Παππάς που «χτύπησε» το ΠΑΣΟΚ μέσω Διαμαντοπούλου. Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας από το Φόρουμ του Οικονομικού Ταχυδρόμου χαρακτήρισε εμμέσως πλην σαφώς ελλιπή την πρόταση του Νίκου Ανδρουλάκη για τις τράπεζες. Μένει να φανεί εάν ο Σωκράτης Φάμελλος θα επιμείνει την Κυριακή στη συγκεκριμένη πολιτική γραμμή.
Σημειωτέον ότι στελέχη της Κουμουνδούρου επιμένουν ότι «το καράβι πρέπει να στραφεί αριστερότερα», προκειμένου να ασκηθεί πίεση στον Νίκο Ανδρουλάκη. Από την εξίσωση δεν μπορεί να λείπουν και οι αποδόσεις του κόμματος Κασσελάκη, το οποίο εισέρχεται άνετα στη Βουλή, ενώ οι προσπάθειες για δημιουργία κοινοβουλευτικής ομάδας δεν έχουν σταματήσει.
Για τη Νέα Αριστερά τα πράγματα είναι δύσκολα. Η δημοσκοπική καθίζηση είναι οφθαλμοφανής και προκαλεί προβληματισμό στους παροικούντες την Πατησίων. Η ηγεσία του κόμματος γνωρίζει καλά ότι οι πιέσεις για συμπόρευση με τον ΣΥΡΙΖΑ θα ενταθούν, από τη στιγμή που η περίοδος Κασσελάκη έχει εκλείψει. Από την άλλη, εύλογα γεννάται το ερώτημα πώς θα μπορούσαν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι ο Αλέξης Χαρίτσης, η Έφη Αχτσιόγλου και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος με τον Παύλο Πολάκη, τον Νίκο Παππά και τον Χρήστο Σπίρτζη. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός απ’ όταν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, στήριζαν τον Στέφανο Κασσελάκη και πυροβολούσαν κατά ριπάς τους 11 αποχωρήσαντες.
Διακριτές προγραμματικές αιχμές
Όταν η συζήτηση μπει στο προγραμματικό σκέλος οι διαφωνίες και οι συμφωνίες θα γίνουν πιο ορατές. Η πρόταση για την υποψηφιότητα του Χρήστου Ράμμου στην προεδρία της Δημοκρατίας, με πρωτοβουλία της ΝΕΑΡ, ήταν ένα πρώτο crash-test και ακόμη ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν ανοίξει πλήρως τα χαρτιά τους για τις προθέσεις τους. Η πίεση πάντως έχει μεταφερθεί σε Χαριλάου Τρικούπη και Κουμουνδούρου.
Από την άλλη, «καυτή πατάτα» θεωρείται και το ζήτημα των αμυντικών δαπανών. Όπως φαίνεται το ΠΑΣΟΚ θα υπερψηφίσει. Οριστική απόφαση από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ληφθεί. Εντούτοις, εάν επιλεγεί ο δρόμος της καταψήφισης, αυτομάτως χτίζεται μία γέφυρα με τη Νέα Αριστερά, για την οποία το θέμα αποτελεί «casus belli».
Εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι και αυτό της φορολογίας. Το θέμα του ΦΠΑ και των έμμεσων φόρων φαντάζει πιο εύκολο στη διαχείρισή του, προκειμένου να βρεθεί κοινός βηματισμός. Από την άλλη, στη φορολόγηση φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων αλλά και στο θέμα των τραπεζών οι αποστάσεις μεγαλώνουν. Π.χ. στη Νέα Αριστερά ξεκαθαρίζουν ότι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ επιμείνει στη πρόταση που είχε καταθέσει για το φορολογικό, τότε θα πρόκειται για μία μείζονα στρατηγική διαφορά.
Συγχρόνως, στην Κουμουνδούρου θεωρούν «αγκάθι» για τις σχέσεις τους με το ΠΑΣΟΚ το ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Την ίδια ώρα, στη Χαριλάου Τρικούπη ζυγίζουν τη στάση των προοδευτικών κομμάτων αναφορικά με τις τροπολογίες που κατέθεσαν και δεν είναι και λίγες. Και κάπως έτσι, φτάνοντας στο δια ταύτα, από τη στιγμή που μπαίνει στο επίκεντρο της συζήτησης, όχι απλά η πολιτική κατεύθυνση, αλλά το προγραμματικό περιεχόμενο, τα πεδία συγκλίσεων de facto «ναρκοθετούνται» και άπαντες έχουν βρει τον τρόπο να δικαιολογήσουν την απόσταση που τους χωρίζει.
Μπορεί οι επόμενες εκλογές να αργούν, ωστόσο, το υψηλό ποσοστό αποχής, που καταγράφηκε πριν από 1.5 χρόνο και άγγιξε το 47%, αποτελεί μία πραγματική πίεση και για τα τρία κόμματα. Η εκλογική «πίττα» μικραίνει και όσο η αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος διογκώνεται, τόσο πιο δύσκολες θα είναι οι απαντήσεις που θα καλούνται να δώσουν τα κόμματα του προοδευτικού πόλου. Πάντως, η πολιτική μισεί τα «κενά». Κατά συνέπεια, οι επόμενες κινήσεις, θα κρίνουν είτε την ολική επαναφορά των πολιτικών παιχτών, είτε την πολιτική τους επιβίωση.
IN.GR