ΡεπορτάζΚατερίνα Ροββά
Τι δείχνει η έρευνα του Εργαστηρίου Ραδιενέργειας Περιβάλλοντος του ΕΚΠΑ – Τα ευρήματα είναι πολύ κάτω από το όριο κινδύνου, όμως είναι ενδεικτικά της επίμονης παρουσίας του καισίου
Ραδιενεργά ίχνη που συνδέονται με το Τσερνόμπιλ εντοπίζονται ακόμη στην Αττική, 37 χρόνια μετά το πυρηνικό ατύχημα που συγκλόνισε τον κόσμο.
Οπως αποκαλύπτει έρευνα του Εργαστηρίου Ραδιενέργειας Περιβάλλοντος του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σε 23 πάρκα του Λεκανοπεδίου διαπιστώθηκε η παρουσία καισίου 137 (Cs-137), που αποτελεί ένα από τα συνηθέστερα προϊόντα σχάσης του ουρανίου.
Το 1986, λίγες ημέρες ύστερα από το πυρηνικό ατύχημα, επιστήμονες του ΕΜΠ και του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» είχαν καταγράψει στη χώρα μας υψηλές συγκεντρώσεις επικίνδυνων ραδιοϊσοτόπων, όπως ραδιοκαισίου αλλά και ιωδίου και τελλουρίου. Μετρήσεις που έγιναν δέκα χρόνια μετά έδειξαν ότι η Ελλάδα είχε σχεδόν απαλλαγεί από όλα, με εξαίρεση το καίσιο 137.
Οι επιστήμονες διευκρινίζουν πως τα επίπεδα που εντόπισαν στην πρόσφατη έρευνά τους είναι πολύ κάτω από το όριο κινδύνου, όμως είναι ενδεικτικά της επίμονης παρουσίας του καισίου, το οποίο χρειάζεται 30 χρόνια για να υποδιπλασιαστεί…
Τα δείγματα που έλαβαν οι ερευνητές συγκρίθηκαν με αντίστοιχες μετρήσεις από τη Βαρκελώνη, όπου κατεγράφησαν χαμηλότερα επίπεδα, και από το Βουκουρέστι, όπου βρέθηκαν υψηλότερες ποσότητες. Στόχος των επιστημόνων είναι να επεκτείνουν την έρευνά τους και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως τα Γρεβενά ή η Καρδίτσα, που θεωρείται ότι επηρεάστηκαν περισσότερο από το πυρηνικό ατύχημα του 1986. Πρόκειται για μια σημαντική ερευνητική δουλειά, καθώς στον συγκεκριμένο τομέα δεν έχουν υλοποιηθεί πρόσφατα ευρείες μελέτες παρά μόνο σποραδικές μετρήσεις.
«Στην Ελλάδα γίνεται έρευνα, υπάρχουν πολλοί νέοι ερευνητές που αν στηριχθούν κατάλληλα, μπορούν να φέρουν σοβαρά αποτελέσματα στο μέλλον», λέει στα «ΝΕΑ» ο Θεόδωρος Μερτζιμέκης, αναπληρωτής καθηγητής Πυρηνικής Φυσικής στο ΕΚΠΑ.
«Αυτό που κάναμε ήταν μια εκτενής προσπάθεια καταγραφής των επιπέδων φυσικής ραδιενέργειας σε αστικά πάρκα της Αττικής 37 έτη μετά το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνόμπιλ. Μαζί με τα επίπεδα φυσικής ραδιενέργειας, που σχετίζονται άμεσα με τη γεωλογική σύσταση των εδαφών που μελετήθηκαν, βρέθηκαν και ίχνη ραδιοκαισίου που αποδίδεται στη διασπορά από το Τσερνόμπιλ. Επιλέξαμε τοποθεσίες όσο το δυνατόν αδιατάρακτες από την ανθρωπογενή δραστηριότητα, ώστε να γίνει πιο αντικειμενική εκτίμηση των στοιχείων που εναποτέθηκαν τότε», εξηγεί. «Τα δείγματα μετρήθηκαν και μελετήθηκαν στο Εργαστήριο Ραδιενέργειας Περιβάλλοντος του ΕΚΠΑ με σύγχρονους ανιχνευτές ακτινοβολίας, με ένα καλά βαθμονομημένο σύστημα, στο πλαίσιο της πτυχιακής εργασίας του Φοίβου Γελάτσορα. Και επειδή θέλουμε πληροφόρηση ανοιχτή στην κοινωνία, σε συνεργασία με τον ερευνητή Παύλο Κρασσάκη δημιουργήσαμε παράλληλα έναν διαδραστικό χάρτη, ένα ειδικό πληροφοριακό σύστημα γεωχωρικής κατανομής με δυνατότητες μελλοντικής αναβάθμισης και επέκτασης των δεδομένων», συμπληρώνει ο κ. Μερτζιμέκης.
Δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα
Η ανίχνευση ραδιενεργών καταλοίπων από το Τσερνόμπιλ προκαλεί εντύπωση στο ευρύ κοινό. Είναι, όμως, κάτι που δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Στη Σκανδιναβία, το 2012, 26 χρόνια μετά το Τσερνόμπιλ, κατά τη διάρκεια μετρήσεων είχαν εντοπιστεί τάρανδοι και πρόβατα με τιμές που υπερέβαιναν το μέγιστο επιτρεπτό όριο των 3.000 Bq/kg, ενώ στην Αυστρία, όπου πραγματοποιούνται ετήσιες μετρήσεις, το 2019, ίχνη καισίου 137 είχαν βρεθεί σε μανιτάρια και άγρια θηράματα.
Σε αντίθεση με όλα αυτά, «τα αποτελέσματα που βρέθηκαν στην Αττική συμφωνούν με τις αναμενόμενες εκτιμήσεις της επίπτωσης 37 χρόνια μετά το ατύχημα και δείχνουν ότι δεν υπάρχει καμία αναβαθμισμένη επικινδυνότητα για τον γενικό πληθυσμό», λέει ο κ. Μερτζιμέκης. Οι μεγαλύτερες τιμές που εντοπίστηκαν φτάνουν τα σχεδόν 86 Bq/kg, ενώ σε κάποια από τα πάρκα αποδείχθηκαν απειροελάχιστες. «Ηταν κάτι αναμενόμενο», εξηγεί ο καθηγητής, «διότι η Αθήνα δεν είχε πληγεί ιδιαίτερα από το ατύχημα του Τσερνόμπιλ, παρά τον πανικό που είχε τότε επικρατήσει. Σε αυτό συνηγορούν πλέον όλοι οι επιστήμονες».
Οι επιστήμονες διευκρινίζουν πως τα επίπεδα που εντόπισαν στην πρόσφατη έρευνά τους είναι πολύ κάτω από το όριο κινδύνου, όμως είναι ενδεικτικά της επίμονης παρουσίας του καισίου, το οποίο χρειάζεται 30 χρόνια για να υποδιπλασιαστεί…
Οπως είχε διαπιστωθεί, άλλες περιοχές της χώρας, στη Δυτική Μακεδονία και στη Θεσσαλία, είχαν συσσωρεύσει μεγαλύτερες ποσότητες ραδιενεργών στοιχείων, ενώ υψηλές συγκεντρώσεις είχαν εντοπιστεί και στη θάλασσα. «Στόχος μας είναι να επεκτείνουμε την έρευνα και σε πιο επιβαρυμένες περιοχές, όπου δεν έχουν γίνει συστηματικά νεότερες μετρήσεις ώστε να δούμε ποια είναι η κατάσταση σήμερα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν για εμάς οι μετρήσεις στη Θεσσαλία, καθώς μετά τις πλημμύρες που έπληξαν πρόσφατα την περιοχή έχουν υπάρξει δομικές αλλαγές στη σύσταση του γεωλογικού ορίζοντα. Εκεί μέσω της ραδιοτοξικότητας μπορούμε να δούμε επίσης τις πορείες διάβρωσης του εδάφους και την αλλαγή στη σύστασή του», λέει ο Θεόδωρος Μερτζιμέκης.
Το καίσιο 137, ένα στοιχείο το οποίο σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα πρόκλησης καρκίνου και το οποίο σε μεγάλες ποσότητες μπορεί να προκαλέσει τον θάνατο μέσα σε μερικά 24ωρα, εκλύθηκε για πρώτη φορά στην ατμόσφαιρα το 1944 με τις δοκιμές πυρηνικών όπλων. Ενα από τα πιο γνωστά δυστυχήματα εξαιτίας του συνέβη το 1987 σε μια εγκαταλελειμμένη κλινική της πόλης Goiânia στη Βραζιλία, όταν ένα παλιό μηχάνημα ραδιοθεραπείας εκλάπη και κατέληξε σε μάντρα με παλιοσίδερα. Οταν το άλας του καισίου πωλήθηκε σε αδαείς συλλέκτες παράξενων αντικειμένων, τέσσερα άτομα έχασαν τη ζωή τους και 249 διαγνώστηκαν με ραδιενεργή μόλυνση εξαιτίας της ακτινοβολίας.
Στην ομάδα εργασίας του ΕΚΠΑ που μέτρησε τα επίπεδα ραδιενέργειας στα αστικά πάρκα της Αττικής συμμετείχαν οι Φοίβος Γελάτσορας, Θεόδωρος Μερτζιμέκης, Ιωάννης Μαδέσης, Γεώργιος Σιλτζόβαλης, Βαρβάρα Λαγάκη και από το Εθνικό Κέντρο Ερευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης για τη δημιουργία του γεωχωρικού συστήματος ο ερευνητής Παύλος Κρασσάκης.
Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»