

Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει εικόνα επιτάχυνσης του κυβερνητικού έργου. Όμως, το ρήγμα με την κοινωνία είναι βαθύ
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο προσπάθησε να δώσει την εικόνα ότι η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να επιταχύνει το έργο της το επόμενο διάστημα.
Γι’ αυτό και μίλησε για 25 μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος της χρονιάς. Όλα αυτά συνοδεύτηκαν από τον σχετικό κατάλογο, αλλά και τη δημοσιοποίηση αναθεωρημένων ετήσιων σχεδίων δράσης των υπουργείων που να αντιστοιχούν σε αυτές τις «μεταρρυθμίσεις».
Βεβαίως, ο προσεκτικός αναγνώστης της λίστας των μεταρρυθμίσεων θα διαπίστωνε ότι κάποιες δεν είναι ακριβώς μεταρρυθμίσεις αλλά κατά βάση εξαγγελία μέτρων. Για παράδειγμα, η «Εφαρμογή των πρωτοβουλιών που θα ανακοινωθούν στην ΔΕΘ», δεν είναι μια μεταρρύθμιση, αλλά η προσπάθεια της κυβέρνησης να «επισκευάσει» την εικόνα της και να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με μέρος του εκλογικού σώματος μέσα από μέτρα στήριξης του εισοδήματος και φοροελαφρύνσεων.
Αλλά και όσες αφορούν θεσμικές αλλαγές, στην πραγματικότητα αρκετές από αυτές έχουν ήδη εξαγγελθεί και κάποιες από αυτές θα έπρεπε να είχαν υλοποιηθεί από καιρό, με βάση τουλάχιστον προηγούμενες κυβερνητικές εξαγγελίες.
Κάποιες άλλες είναι μεταρρυθμίσεις, αλλά όχι απαραίτητα προς το καλύτερο, όπως για παράδειγμα η έναρξη λειτουργίας των ιδιωτικών πανεπιστημίων, που όλα δείχνουν ότι θα γίνει με «χαλάρωση» των κριτηρίων που η ίδια η κυβέρνηση έθεσε υποτίθεται για να εγγυηθεί την «ακαδημαϊκότητά» τους.
Αντίστοιχα, το νέο δρακόντειο πειθαρχικό δίκαιο για τους φοιτητές και τους πανεπιστημιακούς δεν ήταν κάτι που το επεδίωξαν τα ίδια τα πανεπιστήμια που πρωτίστως κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωσή τους.
Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτή της μεταρρύθμισης των αγροτικών επιδοτήσεων, το πρόβλημα είναι ότι οι αλλαγές αυτές έρχονται αφού προηγήθηκε μια χωρίς προηγούμενο διασπάθιση σχετικών πόρων, μέσα από το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, για το οποίο μέχρι τώρα η κυβέρνηση αρνείται να αναλάβει την ουσιαστική ευθύνη.
Εν προκειμένω όμως το κύριο δεν είναι η «αποδόμηση» των κυβερνητικών εξαγγελιών. Σε τελική ανάλυση οι ίδιοι οι πολίτες μπορούν να κρίνουν.
Αυτό στο οποίο θέλω να σταθώ είναι η ίδια η τακτική της κυβέρνησης να πιστεύει ότι κατά βάση αυτό που χρειάζεται είναι η επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου, για να βελτιωθεί το αρνητικό εις βάρος της κλίμα.
Προφανώς και από μία άποψη αυτό το αντανακλαστικό είναι αναμενόμενο. Συνήθως, σε αυτή τη φάση, όταν δηλαδή οι κυβερνήσεις αισθάνονται ότι έχουν να αντιμετωπίσουν έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια, η πρώτη προσπάθεια είναι να «επιδείξουν έργο», ελπίζοντας έτσι ότι θα ανασυγκροτήσουν δεσμούς πρώτα και κύρια με τους δικούς τους ψηφοφόρους, αυτούς που σε τελική ανάλυση υποτίθεται ότι τις ψήφισαν για να εφαρμόσουν αυτό το πρόγραμμα.
Βεβαίως, η πραγματικότητα είναι πάντα πιο σύνθετη, ιδίως στη δική μας περίσταση. Και αυτό γιατί το ρήγμα που έχει επέλθει με μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν αφορά απλώς κάποια δυσαρέσκεια σε σχέση με τις καθυστερήσεις ως προς την υλοποίηση του κυβερνητικού έργου.
Αντιθέτως, έχει να κάνει με μια βαθύτερη κρίση εμπιστοσύνης, μια δυσπιστία απέναντι στον πυρήνα της αντίληψης της κυβέρνησης και προσωπικά του πρωθυπουργού σχετικά με το τι σημαίνει άσκηση πολιτικής. Σχετίζεται με τα Τέμπη καθώς στα μάτια της πλειοψηφίας των πολιτών η στάση της κυβέρνησης φαντάζει ακόμη ως μια κυνική άρνηση ανάληψης ευθύνης. Αφορά τα σοβαρά προβλήματα στα δημόσια σχολεία και τα δημόσια νοσοκομεία που ερμηνεύονται ως άρνηση πραγματικής μέριμνας για τα προβλήματα των ανθρώπων. Συνδέεται με την υπονόμευση των δημόσιων πανεπιστημίων για να προκριθούν με κάθε τρόπο τα ιδιωτικά σουπερμάρκετ πτυχίων. Οφείλεται στην ακρίβεια που παραμένει ανεξέλεγκτη, όσες εξαγγελίες περί του αντιθέτου και εάν γίνουν. Συντηρείται από μια διάχυτη αίσθηση αυταρχισμού και συνάμα αλαζονείας της εξουσίας που αποπνέουν διάφοροι υπουργοί.
Αυτό σημαίνει ότι πλέον οι πολίτες δεν κρίνουν ή σταθμίζουν απλώς τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του. Πλέον, με την εξαίρεση ενός μειοψηφικού κομματιού που θεωρεί ότι τα πράγματα «πάνε καλά» και σε αυτή τη βάση στηρίζει την κυβέρνηση, η πλειονότητα της κοινωνίας δεν εμπιστεύεται αυτή την κυβέρνηση.
Όταν μια κοινωνία δεν εμπιστεύεται πια έναν πρωθυπουργό και μία κυβέρνηση, σημαίνει ότι είμαστε πέρα από το στάδιο της δυσαρέσκειας, ακόμη και της πολύ έντονης δυσαρέσκειας και της αποδοκιμασίας.
Σημαίνει ότι είμαστε πλέον στο στάδιο ωρίμανσης ενός αιτήματος αλλαγής, όποια μορφή και εάν αυτό μπορεί να πάρει, από την αλλαγή ηγεσίας στην κυβερνητική παράταξη έως την αλλαγή κυβερνητικής παράταξης, εάν προσφερθεί μια πειστική εναλλακτική λύση. Και αυτό είναι κάτι που ούτως ή άλλως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα σφραγίσει τις επόμενες εκλογές.
Προφανώς και η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός τα γνωρίζουν όλα αυτά. Όμως, στην πολιτική δεν είναι εύκολο να παραδεχτείς ότι μια κατάσταση είναι μη αντιστρέψιμη. Αντιθέτως, δεδομένου και του σημερινού τοπίου της αντιπολίτευσης, ελπίζουν ότι ίσως και να έχουν ένα μικρό περιθώριο να «γυρίσουν το παιχνίδι».
Μόνο που αυτό που τους διαφεύγει είναι ότι ορισμένα από τα μέτρα που θεωρούν «φυγή προς τα εμπρός», στην πράξη απλώς βαθαίνουν το ρήγμα με την κοινωνία.
Και κάνουν ακόμη πιο έντονο το αίτημα της αλλαγής.
IN.GR