

Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει την κοινωνία ότι ζει καλύτερα από όσο αισθάνεται
Την ώρα που οι δημοσκοπήσεις αποδεικνύουν ότι οι μόνοι που έχουν θετική γνώμη για τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ είναι κατά βάση αυτοί που σκοπεύουν να ψηφίσουν Νέα Δημοκρατία – 28,4% έχουν θετική γνώμη στην έρευνα της Opinion Poll που δίνει εκτίμηση ψήφου για τη ΝΔ στο 30,5% – η κυβέρνηση αντεπιτίθεται και προσπαθεί να μας πείσει ότι όντως έχει πάρει μέτρα για να αντιμετωπίσει την έκρηξη της ακρίβειας.
Τελευταίο παράδειγμα η ανακοίνωση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας που προσπαθεί να μας πείσει ότι μαζί με όσα ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ο αρμόδιος υπουργός η κυβέρνηση συνολικά θα έχει προχωρήσει μέχρι το 2026 σε 83 μειώσεις φόρων και άρα θα έπρεπε να ευγνωμονούμε αντί να διαμαρτυρόμαστε.
Βεβαίως, ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ορισμένες λαθροχειρίες. Για παράδειγμα η κυβέρνηση πανηγυρίζει ότι από το 2020 έχει μειώσει από 24% σε 13% τον ΦΠΑ στον καφέ που παραδίδεται ως αγαθό (take away & delivery). Αυτό που προσπερνά η κυβέρνηση είναι από τον Ιούλιο του 2024 επανήλθε στο 24% ο ΦΠΑ στον καφέ που σερβίρεται, Κάποιες άλλες μειώσεις αποτελούν κίνητρα για συγκεκριμένου είδους επενδύσεις και άρα όχι κάτι που μεταφράζεται άμεσα σε ενίσχυση των οικογενειακών προϋπολογισμών. Και κάποια μέτρα ήρθαν αφού προηγήθηκαν πολύ μεγάλες διαμαρτυρίες και δικαστικές προσφυγές όπως το αφορολόγητο το επιδόματος βιβλιοθήκης μελών ΔΕΠ και ερευνητών από το 2026.
Όμως, το βασικό δεν είναι αυτό. Η ουσία είναι ότι αυτή η κυβέρνηση στην πραγματικότητα δεν θέλει να πάρει πραγματικά μέτρα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων ελπίζει σε μια γενικότερη τάση ανάπτυξης που θα κρατήσει χαμηλά την ανεργία και θα αυξήσει τους ονομαστικούς μισθούς.
Αυτό φάνηκε και από το πώς αντέδρασε στην αποκάλυψη ότι η χώρα μας δεν εφαρμόζει ευρωπαϊκή οδηγία για τις μειώσεις του ΦΠΑ σε φάρμακα, τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Ουσιαστικά, μας είπε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να κάνει παραπάνω μειώσεις.
Αλλά δεν έμεινε μόνο εκεί. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έκανε ολόκληρη ανάλυση στο briefing ως προς το γιατί δεν μπορούν να μειωθούν οι κοινωνικά άδικοι έμμεσοι φόροι.
about:blank
Καταρχάς μας είπε ότι θα υπάρχει μεγάλο δημοσιονομικό κόστος: «αν για παράδειγμα ρίξουμε τον ΦΠΑ στα τρόφιμα μόνο, από το 13% στο 6%, τότε και αυτό είναι κάτι παραπάνω από 1,1 δισεκατομμύρια ευρώ κόστος, άρα, πρακτικά, πάνω από το μισό πακέτο της ΔΕΘ». Για να συμπληρώσει «στο τέλος της ημέρας, να ξέρουμε ότι ακόμα και αν μειωνόταν ο ΦΠΑ, βρίσκαμε τα λεφτά, για παράδειγμα στα τρόφιμα, έναντι των άλλων μέτρων -δεν θα παίρναμε τα υπόλοιπα μέτρα, γιατί δεν γίνεται να τα κάνουμε όλα».
Στην πραγματικότητα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μας είπε ότι ουσιαστικά μέτρα δεν μπορούσαν να πάρουν. Γιατί αυτό που δεν ομολογεί είναι ότι η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, ένα μέτρο που θα είχε άμεση θετική συνέπεια για τα λαϊκά στρώματα που δίνουν δυσανάλογα μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους σε αγαθά όπως τα τρόφιμα, δεν μπορεί να γίνει γιατί αυτό θα είχε δημοσιονομικό κόστος.
Γιατί, βέβαια, αυτό που δεν εξήγησε ούτε ο πρωθυπουργός, ούτε ο αρμόδιος υπουργός είναι ότι οι διάφορες μειώσεις στην άμεση φορολογία που ανακοίνωσε (και που ορισμένες δεν αφορούν τα μικρά εισοδήματα) στην πραγματικότητα είναι προβλέψεις οφέλους για τους φορολογούμενους, όχι όμως με άμεσο «δημοσιονομικό κόστος». Δηλαδή, μπορεί η κυβέρνηση να λέει «θα πλήρωνες τόσο, τώρα θα πληρώσεις λιγότερο», όμως αυτό το κάνει γιατί ποντάρει στα σταθερά και αυξανόμενα έσοδα από τους έμμεσους φόρους και βέβαια στην επίπτωση από τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας που καθώς αυξάνουν οι ονομαστικοί μισθοί σημαίνει ότι φορολογούμενοι βρίσκονται να πληρώνουν περισσότερα.
Μάλιστα, προσπάθησε να μας πείσει ότι εάν μειώσεις τον ΦΠΑ δεν κάνεις «στοχευμένη πολιτική», γιατί ο ΦΠΑ είναι ίδιος όποιο και εάν είναι το εισόδημα. Φυσικά, αυτό που δεν είπε είναι ότι για παράδειγμα άλλο ποσοστό του εισοδήματός του δίνει για τρόφιμα π.χ. αυτός που έχει ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ και αυτός που έχει 50.000. Στον πρώτο η μείωση του ΦΠΑ θα έχει άμεσο θετικό αποτέλεσμα. Πράγμα που σημαίνει ότι εάν μειώσεις τον ΦΠΑ π.χ. στα τρόφιμα θα έχεις άμεσο «στοχευμένο» αποτέλεσμα για τα λαϊκά στρώματα, ακόμη και εάν ωφεληθούν και τα πιο εύπορα.
Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση μειώνοντας τους άμεσους φόρους, συμπεριλαμβανομένων και αυτών για σχετικά υψηλά εισοδήματα, εφαρμόζει μια πολιτική που φαντάζει στα δικά της μάτια «φιλολαϊκή», αλλά στην πραγματικότητα απλώς συντηρεί τον μηχανισμό της ακρίβειας, αφού αναγκαστικά θα πρέπει να διατηρηθούν υψηλοί έμμεσοι φόροι και άρα να μην ανακουφιστούν τα νοικοκυριά.
Και όταν μιλάμε για υψηλούς έμμεσους φόρους, εννοούμε ότι στην Ελλάδα τα έσοδα από τους έμμεσους φόρους υπολογίζονται 1,5 φορά μεγαλύτερα από αυτά που προέρχονται από τους άμεσους φόρους, ενώ ο ΦΠΑ το 2024 αντιπροσώπευε το 70,2% των συνολικών έμμεσων φόρων.
Όμως, ακόμη και η επένδυση της κυβέρνησης στο ότι η χώρα θα μπορέσει να διατηρήσει σχετικά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές και αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα δημιουργία θέσεων απασχόλησης και ονομαστικές αυξήσεις μισθών, δεν είναι βέβαιο ότι θα δικαιωθεί. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2025 ο ρυθμός ανάπτυξης, σε ετήσια βάση, υποχώρησε στο 1,7% κάτι που μάλλον υπονομεύει το κυβερνητικό αφήγημα.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η κοινωνία δεν πείθεται από εξαγγελίες που μπορεί να ακούγονται εντυπωσιακές αλλά στην πράξη δεν βελτιώνουν την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, ούτε και μειώνουν τη διάχυτη οικονομική ανασφάλεια. Ο λογαριασμός στο τέλος μετράει τελικά.
IN.GR