

Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Ο πρωθυπουργός πιστεύει ότι μπορεί με μια «φυγή προς τα εμπρός» να «γυρίσει το παιχνίδι». Απλώς δεν έχει επίγνωση της κατάστασης στην κοινωνία
Στην πολιτική – όπως και στη ζωή – υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να πιστέψεις ότι μπορείς να «γυρίσεις το παιχνίδι», τη στιγμή που δεν είναι πια εφικτό.
Να πιστέψεις, δηλαδή, ότι υπάρχει περιθώριο μέσα σε σύντομο χρόνο να διαμορφώσεις διαφορετική κατάσταση και να μπορέσεις να πετύχεις αυτό που θέλεις.
Να κάνεις μια «φυγή προς τα εμπρός» και αυτή να σου πετύχει.
about:blank
Έχω την αίσθηση ότι σε αυτή τη φάση βρίσκεται η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός.
Ξέρουν καλά ότι έχουν απέναντί τους μια κοινωνία βαθιά δυσαρεστημένη και πρωτίστως δύσπιστη. Αυτό δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, αυτό καταλαβαίνει κανείς εάν μιλήσει με ανθρώπους.
Όμως, στο κυβερνητικό επιτελείο φαίνεται ότι πιστεύουν ότι παρ’ όλα αυτά κάτι μπορούν να κάνουν. Ότι μέχρι την άνοιξη του 2027 που η χώρα αναγκαστικά θα πάει σε εκλογές μπορεί η Νέα Δημοκρατία να διαμορφώσει ξανά δυναμική κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Ως προς το τι πιστεύουν ότι πρέπει να κάνουν είναι σαφές ότι θέλουν να δείξουν δύο πράγματα μέχρι τότε: το πρώτο είναι ότι «παράγουν έργο», ότι κάνουν τις μεταρρυθμίσεις και τις αλλαγές που υποσχέθηκαν. Το δεύτερο ότι έχουν «κοινωνική ευαισθησία απέναντι σε «μεσαία τάξη» πρωτίστως.
Και εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα για την κυβέρνηση, αυτά που δεν θέλουν να παραδεχτούν.
Το πρώτο είναι ότι εάν αυτή τη στιγμή υπάρχει αποδοκιμασία για την κυβέρνηση αυτή δεν προκύπτει απλώς από το ότι δεν έχουν προχωρήσει κάποιες τομές ή επειδή υπάρχουν οικονομικές δυσκολίες.
Προκύπτει από κάτι πιο βαθύ: τον τρόπο που αυτή η κυβέρνηση έσπασε με δική της πρωτοβουλία το κοινωνικό συμβόλαιο με τους ψηφοφόρους, δηλαδή διέρρηξε εκείνη τη βαθύτερη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνωμένους που αποτελεί το υπόβαθρο της δημοκρατίας.
Αυτή η σχέση δεν εξαρτάται από το ένα ή το άλλο μέτρο – οι πολίτες πολύ συχνά συγχωρούν και καθυστερήσεις και ελλείμματα ακόμη και τη μη τήρηση υποσχέσεων που δόθηκαν – αλλά από την αίσθηση εμπιστοσύνης και την πίστη που έχουν οι πολίτες ως προς το εάν μια κυβέρνηση εργάζεται σε κάποιο βαθμό και για το δικό τους συμφέρον και ως προς το εάν εγγυάται μερικές βασικές λειτουργίες του κράτους.
Τα Τέμπη, οι υποκλοπές, ο ΟΠΕΚΕΠΕ, η κρίση κόστους ζωής, το γεγονός ότι χρειάζεται υπεράνθρωπος αγώνας των γιατρών και των νοσηλευτών (και όχι προφανώς του αρμόδιου υπουργού) για να μην καταρρεύσει το ΕΣΥ, τα διάφορα «σκόιλ ελικικού», η διάχυτη αίσθηση ότι το δημόσιο λειτουργεί σαν μηχανισμός για να «γίνονται δουλίτσες», οι καταστροφές από τις πυρκαγιές (για τις οποίες δεν φταίει μόνο η κλιματική αλλαγή), όλα αυτά δεν είναι «προβλήματα» ή «καθυστερήσεις» ή «δυσλειτουργίες». Όλα αυτά έχουν γκρεμίσει την εμπιστοσύνη της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας απέναντι στην κυβέρνηση. Όχι την εμπιστοσύνη εάν θα κάνει πράξη τη μία ή την άλλη υπόσχεση, αλλά την εμπιστοσύνη ως προς το εάν αυτή η κυβέρνηση πρέπει να ασκεί εξουσία.
Το δεύτερο στοιχείο που δεν μετρούν στο κυβερνητικό επιτελείο, είναι ότι η δυσαρέσκεια για την κοινωνική συνθήκη δεν είναι κάτι που αφορά απλώς το ότι π.χ. η μη – τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμάκων σημαίνει ότι εξανεμίζονται τα όποια οφέλη από την αύξηση των μέσων μισθών. Η χώρα μας έχει μια έρπουσα κρίση κόστους ζωής, μια διάχυτη οικονομική ανασφάλεια που δεν περιορίζεται σε κάποιους δείκτες. Οι πολίτες αισθάνονται ότι θα πρέπει να εργάζονται ολοένα και περισσότερο (έως και 13 ώρες ημερησίως εάν κρίνουμε από το νομοσχέδιο που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Εργασίας) για αποδοχές που ακόμη και εάν αυξάνονται ονομαστικά θα μειώνονται ως προς την αγοραστική δύναμη, σε ένα περιβάλλον όπου τα πάντα θα γίνονται πιο ακριβά και όπου δεν θα φαίνονται στον ορίζοντα δυνατότητες για ένα άλλο αναπτυξιακό μοντέλο. Σε αυτό το φόντο ακόμη και εάν ανακοινωθούν στη ΔΕΘ κάποιες φοροελαφρύνσεις θα πέσουν τελικά στο κενό.
Το τρίτο στοιχείο είναι ότι σε μεγάλο βαθμό ένα μέρος της κρίσης εμπιστοσύνης της κοινωνίας οφείλεται όχι στο ότι δεν παράγει έργο η κυβέρνηση, αλλά στο ακριβώς αντίθετο: στο είδος έργου που παράγει. Δηλαδή, ένα μέρος των «μεταρρυθμίσεων» έχουν πια ως αποτέλεσμα να εντείνουν τη δυσαρέσκεια. Το φιάσκο των «ιδιωτικών πανεπιστημίων» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ιδίως τώρα που αποδεικνύεται ότι είχαμε να κάνουμε με εμπόρους πτυχίων κυριολεκτικά, που ούτε έναν κανονικό φάκελο για την αίτηση να πάρουν άδεια λειτουργίας δεν μπορούσαν να φτιάξουν. Για να μην αναφερθούμε στις αντίστοιχες «μεταρρυθμίσεις» στον χώρο της υγείας, το ξαναγράψιμο του πειθαρχικού δικαίου για να απολύονται πιο εύκολα συνδικαλιστές στο δημόσιο, τα νέα «ιδιώνυμα» αδικήματα για τους φοιτητές που κάνουν καταλήψεις ή την πανταχούσα αντίληψη ότι αρκεί να αυξηθούν οι ποινές για να λυθεί ένα κοινωνικό πρόβλημα.
Όλα αυτά εξηγούν ποια είναι τα πραγματικά όρια της προσπάθεια της κυβέρνησης να μπορέσει να αντιστρέψει το κλίμα στο χρονικό διάστημα μέχρι τις εκλογές. Ιδίως όταν σε όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι θα προστεθεί και μία ακόμη καθοριστική παράμετρος: το διαφαινόμενο ενδεχόμενο να έχει απέναντί και έναν πιο ισχυρό αντιπολιτευτικό πόλο που θα δείχνει ότι υπάρχει εναλλακτική, πρωτίστως ως ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην ίδια την έννοια της διακυβέρνησης.
IN.GR