

Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Η κυβέρνηση επικυρώνει μια συνθήκη που θέλει τους ανθρώπους να πρέπει να δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ για να τα φέρουν βόλτα
Το ξέραμε από καιρό ότι η κυβέρνηση θα προωθούσε ρύθμιση που πρακτικά θα ολοκλήρωνε το έργο της κατάργησης του οκτάωρου και θα γενίκευε τη δυνατότητα για 13 ώρες εργασίας.
Ναι, ξέρω την επίσημη κυβερνητική απάντηση: το οκτάωρο δεν έχει καταργηθεί, παραμένει «σημείο αναφοράς», πάνω σε αυτό στηρίζονται όλοι οι υπολογισμοί για το τι συνιστά απασχόληση, πλήρη απασχόληση, υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση, συνολικό χρόνο εργασίας και διευθέτησή του.
Όμως, το θέμα εξαρχής δεν ήταν απλώς μια παραπάνω τυπική ευελιξία.
Σε τελική, ανάλυση σε μια χώρα με τόσο μεγάλο αριθμό μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, με πάρα πολλές εξ αυτών να δραστηριοποιούνται στον κλάδο των υπηρεσιών, συχνά αυτό που ισχύει είναι οι άτυποι διακανονισμοί.
Το βασικό είναι αυτή τη στιγμή επικυρώνεται και νομιμοποιείται και τυπικά μια πραγματικότητα που ξέραμε ότι υπάρχει: και αυτή είναι ότι για να μπορούν όντως να τα φέρουν βόλτα οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα χρειάζεται να δουλεύουν πολλές ώρες, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην κορυφή της Ευρώπης στην υπερεργασία, και να «καταπίνουν» αρκετές αυθαιρεσίες.
Με την ακρίβεια να έχει εκτιναχθεί και να κατατρώει τις όποιες ονομαστικές αυξήσεις μισθού οι εργαζόμενοι πολύ συχνά έχουν δύο επιλογές: η μία είναι να αναζητούν και δεύτερη απασχόληση, κοινώς να δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ και να ξεχνούν το πενθήμερο. Η άλλη να «συναινούν» (λες και θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς…) να εργάζονται πολύ πέραν του οκταώρου σε έναν εργοδότη όταν τους το ζητήσει, είτε πρόκειται να το αναπληρώσει με παραπάνω ρεπό είτε όταν αυτός είναι ο τρόπος για να κρατήσουν μια δουλειά που την έχουν ανάγκη.
about:blank
Τώρα η κυβέρνηση έρχεται και όλα αυτά τα νομιμοποιεί γενικευμένα, κανονικοποιεί την εργασιακή εξουθένωση. Ουσιαστικά, αυτό που λέει είναι ότι πλέον κανόνες στην αγορά εργασίας δεν υπάρχουν. Εάν θες να κρατήσεις μια δουλειά θα πρέπει να αποδέχεσαι ακόμη και την εργασία 13 ωρών. Και εάν τολμήσεις να διεκδικήσεις τα αυτονόητα απλώς θα σου δείξουν την πόρτα της εξόδου, καθώς τα περί συναίνεσης είναι εντελώς προσχηματικά και ανεδαφικά σε μια άνιση σχέση όπως αυτή εργαζόμενου – εργοδότη.
Ακόμη περισσότερο όλα αυτά οδηγούν σε μοντέλο εργασίας όπου η μόνη κανονικότητα στην εργασία θα είναι ακριβώς η απουσία κανονικότητας. Με το πρόσχημα της ευελιξίας μεθοδεύεται ένα μοντέλο όπου πρακτικά η σχέση εργασίας δεν θα είναι μια σχέση απασχόλησης αλλά η κατοχύρωση μιας θέσης επιφυλακής για όποτε θα έχει ανάγκη ο εργοδότης την εργασία του απασχολούμενου και φυσικά για όσο την έχει ανάγκη.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας ολόκληρης αντίληψης, ιδεολογίας και πρακτικής, που καταλήγει στο να θεωρεί ότι η εργασία δεν είναι δραστηριότητα ανθρώπων που έχουν δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, ούτε καν ένας «παραγωγικός συντελεστής». Η εργασία από δικαίωμα γίνεται απλώς ένα ακόμη κόστος παραγωγής που πρέπει να «συγκρατηθεί» ή ακόμη και να μειωθεί.
Αυτό εξηγεί την περιφρόνηση προς βασικές ανάγκες των εργαζομένων, όπως είναι η σταθερότητα στην απασχόληση, η κανονικότητα ως προς την εναλλαγή εργάσιμου χρόνου και χρόνου ανάπαυσης, η ύπαρξη ελεύθερου χρόνου για να ασχοληθεί κανείς με τον πολιτισμό, την άθληση, την επαφή με τη φύση, την επικοινωνία με φίλους και την οικογένεια. Αυτό απαντά στο γιατί οι πραγματικοί μισθοί μένουν τόσο χαμηλοί, την ώρα που η ανισότητα στα εισοδήματα μεγαλώνει. Αυτό δίνει το υλικό βάρος μιας βαθύτερης δυσαρέσκειας, ιδίως μεταξύ των νέων και εξηγεί γιατί σε πείσμα των κυβερνητικών διαβεβαιώσεων εξακολουθεί να υπάρχει φυγή νέων στο εξωτερικό.
Ο κορμός της κοινωνίας μας είναι άνθρωποι εργαζόμενοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Άνθρωποι που πρέπει να εργαστούν για να μπορούν να ζήσουν. Άνθρωποι που πρέπει να «πουλήσουν την εργασιακή τους δύναμη» για να θυμηθούμε και τη… μαρξιστική αλφαβήτα.
Το να αντιμετωπίζονται απλώς ως κόστος που πρέπει να μειωθεί ή ως να μην έχουν στην πραγματικότητα δικαιώματα, είναι αποκαλυπτικό για το είδος της κοινωνίας που κινδυνεύουμε να γίνουμε.
Μόνο που η χώρα αυτή δεν έχει μέλλον εάν δεν επενδύσει στους εργαζομένους της: στις δεξιότητές τους, στην παιδεία τους, στην παραγωγικότητάς τους, αλλά και στην αξιοπρέπειά τους.
Διαφορετικά ακόμη και εάν έχουμε «ανάπτυξη» στα χαρτιά, προκοπή δεν θα έχουμε. Ούτε και μέλλον τελικά.
IN.GR